Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ἀνα-κομίζω

См. также в других словарях:

  • ανακομίζω — (Α ἀνακομίζω) επαναφέρω, μεταφέρω, παίρνω μαζί μου (στα αρχ. και μέσ.) μσν. νεοελλ. κάνω ανακομιδή, μεταφέρω τα οστά νεκρού από τον τάφο σε οστεοφυλάκιο, χωνευτήρι ή αλλού αρχ. Ι. ενεργ. 1. ξεχρεώνω, εκπληρώνω, πραγματοποιώ 2. θεραπεύω, γιατρεύω… …   Dictionary of Greek

  • ευανακόμιστος — εὐανακόμιστος, ον (Α) 1. αυτός που εύκολα επαναφέρεται, ηρεμεί, καταπραΰνεται («θυμὸν εὐανακόμιστον», Πλούτ.) 2. (για την υγεία) αυτός που εύκολα επανορθώνεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ανα κομίζω] …   Dictionary of Greek

  • επάγω — (AM ἐπάγω) [άγω] 1. άγω, οδηγώ εναντίον κάποιου 2. επιφέρω, προκαλώ 3. οδηγώ, παρασύρω («μᾱλλον πρὸς σκληρότητα ἐπάγεις τὴν ψυχήν μου») 4. καταφέρω χτύπημα μσν. επιβάλλω όρκο ή πρόστιμο αρχ. 1. οδηγώ στρατεύματα εναντίον τού εχθρού 2. προχωρώ,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»