-
1 ἀνα-κομίζω
ἀνα-κομίζω, hinauf bringen, ἀνακομισϑέντων τούτων, nachdem sie den Nil stromaufwärts gefahren, Her. 2, 115; τὰ ὅπλα εἰς τὴν ἀκρόπολιν Xen. Hell. 2, 3, 14. – Med., für sich zusammenbringen, χωρία, ἐν οἷς τὰ ἐπιτήδεια πάντα εἶχον ἀνακεκομισμένοι Xen. An. 4, 7, 1; ἔπος, einen Ausspruch erfüllen, Pind. P. 4, 9; τύχην Eur. Hipp. 831; Dion. H. 3, 23 u. öfter Plut. – Pass., zurückkehren, Pol. ἀνακομισϑῆναι 2, 96, 14; οἱ ἐκ τῆς ναυαγίας ἀνακομισϑέντες, die aus dem Schiffbruch Geretteten, 1, 38, 5; vgl. Her. 5, 85.
-
2 συν-ανα-κομίζω
συν-ανα-κομίζω, mit oder zugleich zurückbringen, wiederherstellen, συνανακομιεῖσϑαι τοῖς Ἀμφικτυόσι τοὺς νόμους, Pol. 4, 25, 8.
-
3 ἐπ-ανα-κομίζω
ἐπ-ανα-κομίζω, zurückbringen, Sp., – pass., zurückkehren, D. C. 40, 44.
-
4 ἀνακομίζω
ἀνα-κομίζω, hinauf bringen; für sich zusammenbringen. Pass., zurückkehren -
5 ἐπανακομίζω
ἐπ-ανα-κομίζω, zurückbringen, pass., zurückkehren -
6 συνανακομίζω
συν-ανα-κομίζω, mit oder zugleich zurückbringen, wiederherstellen
См. также в других словарях:
ανακομίζω — (Α ἀνακομίζω) επαναφέρω, μεταφέρω, παίρνω μαζί μου (στα αρχ. και μέσ.) μσν. νεοελλ. κάνω ανακομιδή, μεταφέρω τα οστά νεκρού από τον τάφο σε οστεοφυλάκιο, χωνευτήρι ή αλλού αρχ. Ι. ενεργ. 1. ξεχρεώνω, εκπληρώνω, πραγματοποιώ 2. θεραπεύω, γιατρεύω… … Dictionary of Greek
ευανακόμιστος — εὐανακόμιστος, ον (Α) 1. αυτός που εύκολα επαναφέρεται, ηρεμεί, καταπραΰνεται («θυμὸν εὐανακόμιστον», Πλούτ.) 2. (για την υγεία) αυτός που εύκολα επανορθώνεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ανα κομίζω] … Dictionary of Greek
επάγω — (AM ἐπάγω) [άγω] 1. άγω, οδηγώ εναντίον κάποιου 2. επιφέρω, προκαλώ 3. οδηγώ, παρασύρω («μᾱλλον πρὸς σκληρότητα ἐπάγεις τὴν ψυχήν μου») 4. καταφέρω χτύπημα μσν. επιβάλλω όρκο ή πρόστιμο αρχ. 1. οδηγώ στρατεύματα εναντίον τού εχθρού 2. προχωρώ,… … Dictionary of Greek