Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ἀνα-καθαίρω

См. также в других словарях:

  • ανακαθαίρω — ἀνακαθαίρω (Α) Ι. (ενεργ. και μέσ.) καθαρίζω εντελώς ΙΙ. μέσ. 1. γίνομαι καθαρός, διαυγής 2. (για μεταλλεύματα) αποχωρίζω τις ξένες ουσίες 3. καθαρίζω το στομάχι κάνοντας εμετό, ή τα αναπνευστικά όργανα βγάζοντας φλέματα 4. φρ. «ἀνακαθαίρομαι… …   Dictionary of Greek

  • ανατρέπω — (AM ἀνατρέπω) 1. αναστρέφω, αναποδογυρίζω 2. καταργώ, καταλύω, καθαιρώ, γκρεμίζω 3. ανασκευάζω, αναιρώ λόγους ή επιχειρήματα νεοελλ. ματαιώνω, ακυρώνω αρχ. Ι. ενεργ. 1. κάνω κάποιον να πέσει ύπτιος, ξαπλώνω 2. καταστρέφω, αφανίζω 3. εξεγείρω,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»