Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀνα-κάπτω

См. также в других словарях:

  • ανακάπτω — ἀνακάπτω (Α) καταβροχθίζω, χάφτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + κάπτω «χάφτω». ΠΑΡ. αρχ. ἀνάκαψις] …   Dictionary of Greek

  • καπάνη — καπάνη, ἡ (Α) 1. άμαξα 2. κάπη* 3. είδος περικεφαλαίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Θεσσαλική λ., αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για παρ. τών κάπη, κάπτω και εμφανίζει επίθημα ᾱνᾱ (πρβλ. ἀπ ήνη). Η λ. συνδέεται πιθ. με γαλατορρωμαϊκό capanna «παράπηγμα, καλύβα»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»