-
1 ἀνα-βολή
ἀνα-βολή, ἡ, 1) der Erdaufwurf, Xen. An. 5, 2, 5; neben τάφρος ἀναβεβλημένη Diod. Sic. 17, 95. – 2) der Hinausgang, αἱ εἰς τὸ ὄρος ἀναβολαί Pol. 5, 54, 7; πρὸς τὰςἌλπεις 3, 50 u. öfter; τὴν ἀναβολὴν ποιεῖσϑαι, hinaufsteigen, 3, 50, 3. – 3) Am häufigsten: Aufschub, ἀναβολὴν ποιεῖν τινος, den Aufschub von etwas bewirken, Plat. Conv. 201 b; ἐς ἀναβολὰς ποιεῖσϑαί τι, etwas aufschieben, Her. 8, 21, womit εὐϑὺς καὶ μὴ εἰς ἀναβολὰς πράττετε Thuc. 7, 15 u. Eur. Heracl 271 οὐκ ἐς ἀμβολὰς ἀλλ' ἤδη, wie Plut. Dem. 50 zu vgl.; ebenso ἀναβολήν τινος ποιεῖσϑαι Thuc. 2, 42; ἀναβολὰς ποιεῖσϑαι εἰς γῆρας Men. Stob. Flor. 63, 13; μηδ' ἐπὶ ἀναβολῇ πρᾶσιν ποιεῖσϑαι, den Verlauf nicht aufschieben, Plat. Legg. XI, 915 b; vgl. Dem. 48, 20, neben προφασίζομαι. – 4) Umwurf, Kleid, Plat. Prot. 342 c. – 5) Anfang des Gesanges, bes. Präludium der Dithyrambendichter, Ar. Pax 830 Av. 1385; Arist. rhet. 3, 9. Bei Philostr. übh. ἐν ἀναβολῇ, zu Anfang. S. ἀμβολαί – 6) in der Gerichtssprache, Appellation.
-
2 προ-ανα-βολή
προ-ανα-βολή, ἡ, das dem Vorspiel Vorangehende, Schol. Pind. N. 10, 62.
-
3 εἰς-ανα-βολή
εἰς-ανα-βολή, ἡ, Aufschub, D. Cass. 46, 41, l. d.
-
4 ἀναβολή
-
5 εἰςαναβολή
εἰς-ανα-βολή, ἡ, Aufschub -
6 προαναβολή
προ-ανα-βολή, ἡ, das dem Vorspiel Vorangehende
См. также в других словарях:
ожиданиѥ — ОЖИДАНИ|Ѥ (12), ˫А с. 1.Промедление, задержка; прекращение: трѹдивъшиимъ же сѧ зѣло. въ ожидании по семь ослабѣвъшимъ. (ἐν ταῖς ὑπερϑέσεσιν) КЕ XII, 223а; аще же не съблюдъши заповѣди за иного поидеть. и самѹ и поимъшаго ю ˫ако прелюбодѣца [так!] … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… … Dictionary of Greek
βλήμα — Κάθε αντικείμενο, το οποίο εκσφενδονίζεται με τη βοήθεια εξωτερικής δύναμης και το οποίο συνεχίζει την κίνησή του λόγω της αδράνειάς του ως σφαίρα, βόμβα, οβίδα ή βομβίδα. Ο όρος επεκτείνεται σήμερα και εφαρμόζεται στους πυραύλους και στα… … Dictionary of Greek
Ουγγαρία — Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Β με τη Σλοβακία, ΒΑ με την Ουκρανία, Α με τη Ρουμανία, Ν με τη Σερβία Μαυροβούνιο, την Κροατία και τη Σλοβενία και Δ με την Αυστρία.Τα σύνορα τους O. καθορίστηκαν με τη συνθήκη του Τριανόν (1920), μετά τον … Dictionary of Greek
ανάβολος — η, ο άβολος, ανέβολος, στενόχωρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * στερ. + βολή. ΠΑΡ. νεοελλ. ανάβολα] … Dictionary of Greek
στιγμόμετρο — το, Ν 1. ρολόγι ακριβείας, εφοδιασμένο με δείκτη δευτερολέπτων και τών κλασμάτων τους, το οποίο μπορεί να τεθεί σε κίνηση και να σταματήσει ακαριαία με την πίεση ενός κουμπιού, χρησιμοποιούμενο για πολύ ακριβείς μετρήσεις χρόνου 2. (γραφ. τεχν.)… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Ιρλανδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιρλανδίας Έκταση: 70.280 τ. χλμ. Πληθυσμός: 3.883.159 (2002) Πρωτεύουσα: Δουβλίνο (495.102 κάτ. το 2002)Νησιωτικό κράτος της βορειοδυτικής Ευρώπης. Καλύπτει τα πέντε έκτα της έκτασης του ομώνυμου νησιού που… … Dictionary of Greek