-
1 ἀνα-βαδόν
ἀνα-βαδόν, aufsteigend, Arist. H. A. 6, 27 im Gegensatz von κατακεκλιμένος, wie sonst ἀναβαίνων, s. unten; ἀμβαδόν Opp. C. 3, 500.
-
2 ἀναβαδόν
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναβαδόν
-
3 ἀναβαδόν
См. также в других словарях:
παραιβαδόν — Α επίρρ. (με γεν.) βαδίζοντας δίπλα ή κοντά σε κάποιον ή σε κάτι («παραιβαδὸν ἀτραπιτοῑο», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παραί (ποιητ. τ. τού παρά*) + βαδόν (< θ. βαδ τού βαίνω*, πρβλ. εμβάδ ες, βάδην, βαδίζω), πρβλ. ανα βαδόν, εμ βαδόν] … Dictionary of Greek