Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ἀναῤῥιχησάμενος

См. также в других словарях:

  • ἀναρριχησάμενος — ἀναρριχάομαι clamber up with the hands and feet aor part mp masc nom sg (attic ionic) ἀναρριχάομαι clamber up with the hands and feet aor part mp masc nom sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατήλιψ — κατῆλιψ, ιφος, δωρ. τ. κατᾱλιψ, ἡ (Α) 1.σκάλα, κλίμακα («ἐπὶ τὴν κατήλιφα ἀναρριχησάμενος», Λουκιαν.) 2. το άνω πάτωμα οικίας 3. η σκάλα ή το δοκάρι που υποβαστάζει την οροφή 4. (κατά τον Ησύχ.) «μεσόδμη, μεσότοιχον, δοκὸς ἡ ὑποβαστάζουσα τὸν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»