1 αναυγητος
(Ἅιδης Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь > αναυγητος
αναύγητος — ἀναύγητος, ον (Α) [αυγή] ο χωρίς φως, σκοτεινός … Dictionary of Greek
ἀναύγητον — ἀναύγητος rayless masc/fem acc sg ἀναύγητος rayless neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)