Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀναχωρήσει

  • 1 αναχωρήσει

    ἀναχώρησις
    retiring: fem nom /voc /acc dual (attic epic)
    ἀναχωρήσεϊ, ἀναχώρησις
    retiring: fem dat sg (epic)
    ἀναχώρησις
    retiring: fem dat sg (attic ionic)
    ἀναχωρέω
    go back: aor subj act 3rd sg (epic)
    ἀναχωρέω
    go back: fut ind mid 2nd sg
    ἀναχωρέω
    go back: fut ind act 3rd sg
    ἀ̱ναχωρήσει, ἀναχωρέω
    go back: futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)
    ἀ̱ναχωρήσει, ἀναχωρέω
    go back: futperf ind act 3rd sg (doric aeolic)
    ἀναχωρέω
    go back: aor subj act 3rd sg (epic)
    ἀναχωρέω
    go back: fut ind mid 2nd sg
    ἀναχωρέω
    go back: fut ind act 3rd sg

    Morphologia Graeca > αναχωρήσει

  • 2 ἀναχωρήσει

    ἀναχώρησις
    retiring: fem nom /voc /acc dual (attic epic)
    ἀναχωρήσεϊ, ἀναχώρησις
    retiring: fem dat sg (epic)
    ἀναχώρησις
    retiring: fem dat sg (attic ionic)
    ἀναχωρέω
    go back: aor subj act 3rd sg (epic)
    ἀναχωρέω
    go back: fut ind mid 2nd sg
    ἀναχωρέω
    go back: fut ind act 3rd sg
    ἀ̱ναχωρήσει, ἀναχωρέω
    go back: futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)
    ἀ̱ναχωρήσει, ἀναχωρέω
    go back: futperf ind act 3rd sg (doric aeolic)
    ἀναχωρέω
    go back: aor subj act 3rd sg (epic)
    ἀναχωρέω
    go back: fut ind mid 2nd sg
    ἀναχωρέω
    go back: fut ind act 3rd sg

    Morphologia Graeca > ἀναχωρήσει

  • 3 φοβερος

        3
        1) страшный, грозный, ужасный
        

    (χρηστήρια Her.; ἄχη Aesch.)

        ὅ ὅμιλος πλήθει φ. Thuc. — толпа, страшная своей численностью, но τὰ τῷ πλήθει φοβερά Juv., то, что внушает толпе страх;
        φ. ἰδεῖν и φοβερὰν ὄψιν προσιδέσθαι Aesch. — страшный на вид;
        φοβεροὴ ἦσαν μέ ποιήσειάν τι Xen. — следовало опасаться, как бы они не сделали чего-л.;
        τῶν φοβερῶν ὄντων τῇ πόλει γενέσθαι μόνος ἡγεμών Thuc. — единственный виновник угрожающих городу бедствий;
        φοβερὸν ἥ ἀποχώρησις Xen.отступление (было бы) ужасно (ср. 2)

        2) объятый страхом, панический
        3) боязливый, робкий
        

    (φρήν Soph.; πῶλοι Plat.)

        φ. εἴς τι Plat.робеющий перед чем-л.

    Древнегреческо-русский словарь > φοβερος

См. также в других словарях:

  • ἀναχωρήσει — ἀναχώρησις retiring fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἀναχωρήσεϊ , ἀναχώρησις retiring fem dat sg (epic) ἀναχώρησις retiring fem dat sg (attic ionic) ἀναχωρέω go back aor subj act 3rd sg (epic) ἀναχωρέω go back fut ind mid 2nd sg ἀναχωρέω go back …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ошьльство — ОШЬЛЬСТВ|О (1*), А с. То же, что ошьльствиѥ: Имѣю(т) же жилища. ѡвии ѹбо ѿну(д) во ѡшельствѣ и въ единачьствѣ. подвиги свершающе. ѹдалишасѧ чл҃вч(с)каго сужитьства. все врем(ѧ) живота своего. (ἀναχωρήσει) ЖВИ XIV–XV, 51б …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ошьствиѥ — ОШЬСТВИ|Ѥ (56), ˫А с. 1. Уход, удаление: камо имамъ… приити. по ѡшьствии моѥмь ѿсюдѹ. СкБГ XII, 9г; ни ѥдиномѹ же по ѡшествию ѥго [Феодора в изгнание] исходити из манастыр˫а (μετὰ τὴν… ἀποφοίτησιν) ЖФСт к. XII, 121; напрасноѥ боголюбивааго… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • απέλαση — η (AM ἀπέλασις, εως) [απελαύνω] νεοελλ. η πράξη με την οποία η αρμόδια αρχή ενός κράτους εξαναγκάζει άτομο αλλοδαπό να αναχωρήσει αμέσως ή μέσα σε σύντομη προθεσμία ρητά απαγορεύοντας του συγχρόνως την επάνοδο σε μεταγενέστερο χρόνο αρχ. (για… …   Dictionary of Greek

  • οίχομαι — οἴχομαι και οἰχέομαι και συνηρ. τ. οἰχεῡμαι (Α) 1. πηγαίνω ή έρχομαι (α. «κατὰ στρατὸν ᾤχετο πάντη ὀτρύνων μαχέσασθαι», Ομ. Ιλ. β. «οἴχηται φεύγων» έφυγε και χάθηκε γ. «ὤχετ εὐθὺς ἀπιών» έφυγε και πάει, έφυγε τρέχοντας δ. «ἐκπέφευγ , οἴχεται… …   Dictionary of Greek

  • πέλλα — I Πόλη στην περιοχή της αρχαίας Βοττιαίας, που την έκανε πρωτεύουσα των Μακεδόνων ο Αρχέλαος (413 399 π.Χ.). Υπήρξε έδρα του Φιλίππου και γενέτειρα του Αλεξάνδρου, απετέλεσε σπουδαίο κέντρο του ελληνισμού κατά την εποχή των διαδόχων, περιήλθε… …   Dictionary of Greek

  • φευγάτος — η, ο, Ν 1. αυτός που έχει ήδη φύγει, που έχει αναχωρήσει ή που απουσιάζει 2. φρ. «είναι φευγάτος» (με ειρωνική σημ.) ζει εκτός πραγματικότητας, ζει στον κόσμο του. [ΕΤΥΜΟΛ. < φεύγω + κατάλ. άτος (πρβλ. γεμ άτος, χορτ άτος)] …   Dictionary of Greek

  • φοβερός — ή, ό / φοβερός, ά, όν, ΝΜΑ (με ενεργ. σημ.) αυτός που προξενεί φόβο, τρομακτικός (α. «πικρή ναι η φοβερώτατη / τού κόσμου ανεμοζάλη», Σολωμ. β. «χρηστήρια φοβερὰ καὶ ἐς δεῖμα βαλόντα», Ηρόδ.) νεοελλ. αυτός που προκαλεί φρίκη, φρικτός,… …   Dictionary of Greek

  • φρούδος — α, ο / φροῡδος, ούδη, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος Α μάταιος, ανώφελος, άχρηστος (α. «φρούδες ελπίδες» β. «λόγοι πρὸς αἰθέρα φροῡδοι», Ευρ.) μσν. φρ. «εἰς φροῡδον» σε καταστροφή, σε αφανισμό αρχ. 1. αυτός που έχει εξαφανιστεί, που έχει γίνει άφαντος 2.… …   Dictionary of Greek

  • Αβιμέλεχ — I Όνομα βιβλικών προσώπων. 1. Γιος του κριτή Γεδεών. Έγινε αρχηγός του Ισραήλ αφού σκότωσε τους 69 από τους 70 αδελφούς του. Τραυματίστηκε θανάσιμα στην πολιορκία των Θηβών από ογκώδη πέτρα που του έριξε στο κεφάλι κάποια γυναίκα από τους… …   Dictionary of Greek

  • Άγρας, Καπετάν — (1881 – 1907).Ψευδώνυμο του μακεδονομάχου Τέλου Αγαπηνού, ανθυπολοχαγού του πεζικού, από το Ναύπλιο. Απογοητευμένος από την αναγκαστική αδράνεια της στρατιωτικής ζωής στην Ελλάδα και ευαισθητοποιημένος στις δραματικές εξελίξεις του μακεδονικού… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»