-
1 αναχαινω
-
2 αναχαίνω
(αόρ. ανάχανα) αμετ. дышать открытым ртом -
3 αναχασκω
См. также в других словарях:
αναχαίνω — (Α ἀναχαίνω) αναχάσκω* … Dictionary of Greek
λαχανιάζω — (Μ λαχανιάζω) ασθμαίνω, αναπνέω με δυσκολία, αγκομαχώ, κοντανασαίνω, ιδίως μετά από τρέξιμο ή ανέβασμα σε ύψωμα ή σε σκάλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναχανιάζω < αναχαίνω «έχω το στόμα μου ανοιχτό», με ανομοίωση ή πιθ. να αποτελεί σημασιολογικά… … Dictionary of Greek