-
1 αναφύεσθαι
ἀναφύ̱εσθαι, ἀνά, ἀπό-ὕωrain: pres inf mpἀνά-ἀφύσσωdraw: pres inf mpἀναφύ̱εσθαι, ἀνά-φύωbring forth: pres inf mp -
2 ἀναφύεσθαι
ἀναφύ̱εσθαι, ἀνά, ἀπό-ὕωrain: pres inf mpἀνά-ἀφύσσωdraw: pres inf mpἀναφύ̱εσθαι, ἀνά-φύωbring forth: pres inf mp
См. также в других словарях:
ἀναφύεσθαι — ἀναφύ̱εσθαι , ἀνά , ἀπό ὕω rain pres inf mp ἀνά ἀφύσσω draw pres inf mp ἀναφύ̱εσθαι , ἀνά φύω bring forth pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυλινδρώ — και κυλιντρώ και κυλιντρίζω και κυλινδρώνω (AM κυλινδρῶ, όω, Μ και κυλιντρώ και κυλιντρίζω) [κύλινδρος] νεοελλ. δίνω σε κάτι μορφή κυλίνδρου, κυλινδρικό σχήμα νεοελλ. αρχ. ισοπεδώνω, ομαλίζω, λειαίνω μια επιφάνεια εδάφους ή έναν δρόμο, τήν… … Dictionary of Greek