-
61 докладывать
докладывать Iнесов1. (делать доклад, сообщать) κά(μ)νω ἐκθεση, ἀναφέρω, ἐκθέτω, είσηγοῦμαι, ἐξιστορώ:\докладывать кому-л. ὁ чем-л. κάνω ἐκθεση, ἀναφέρω σέ κάποιον2. (о ком-л.) ἀναγγέλλω.докладывать IIнесов (добавлять) πΡοσθέτω, γεμίζω. -
62 упоминать
упоминатьнесов, упомянуть сов μνημονεύω, ἀναφέρω:\упоминать вскользь ἀναφέρω ἐν παρόδω. -
63 цитировать
цитироватьнесов ἀναφέρω ἀπόσπασμα, ἀναφέρω τσιτάτο, τσιτάρω, παραθέτω. -
64 αναφερομένας
ἀναφερομένᾱς, ἀναφέρωbring: pres part mp fem acc plἀναφερομένᾱς, ἀναφέρωbring: pres part mp fem gen sg (doric aeolic) -
65 ἀναφερομένας
ἀναφερομένᾱς, ἀναφέρωbring: pres part mp fem acc plἀναφερομένᾱς, ἀναφέρωbring: pres part mp fem gen sg (doric aeolic) -
66 αναφερομένη
ἀναφέρωbring: pres part mp fem nom /voc sg (attic epic ionic)——————ἀναφέρωbring: pres part mp fem dat sg (attic epic ionic) -
67 αναφερομένων
-
68 ἀναφερομένων
-
69 αναφερούσας
ἀναφερούσᾱς, ἀναφέρωbring: pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic)ἀναφερούσᾱς, ἀναφέρωbring: pres part act fem gen sg (doric) -
70 ἀναφερούσας
ἀναφερούσᾱς, ἀναφέρωbring: pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic)ἀναφερούσᾱς, ἀναφέρωbring: pres part act fem gen sg (doric) -
71 αναφερόμεθα
-
72 ἀναφερόμεθα
-
73 αναφερόμενον
ἀναφέρωbring: pres part mp masc acc sgἀναφέρωbring: pres part mp neut nom /voc /acc sg -
74 ἀναφερόμενον
ἀναφέρωbring: pres part mp masc acc sgἀναφέρωbring: pres part mp neut nom /voc /acc sg -
75 αναφερόντων
-
76 ἀναφερόντων
-
77 αναφέρει
-
78 ἀναφέρει
-
79 αναφέροιτ'
ἀναφέροιτο, ἀναφέρωbring: pres opt mp 3rd sgἀναφέροιτε, ἀναφέρωbring: pres opt act 2nd pl -
80 ἀναφέροιτ'
ἀναφέροιτο, ἀναφέρωbring: pres opt mp 3rd sgἀναφέροιτε, ἀναφέρωbring: pres opt act 2nd pl
См. также в других словарях:
ἀναφέρω — bring pres subj act 1st sg ἀναφέρω bring pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναφέρω — αναφέρω, ανέφερα (σπάν. ανάφερα) βλ. πίν. 217 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αναφέρω — και αναφέρνω ανάφερα, φέρθηκα, φερμένος 1. ανακοινώνω, γνωστοποιώ, μνημονεύω: Από τους παλαιούς πρώτος το αναφέρει αυτό ο Ξενοφώντας. 2. κάνω λόγο για κάποιον: Μη μου αναφέρεις άλλη φορά αυτό το όνομα. 3. το μέσ., αναφέρομαι σημαίνει είτε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναφέρω — (AM ἀναφέρω) κάνω λόγο ή μνεία για κάτι, ονομάζω, αναγγέλλω, γνωστοποιώ νεοελλ. (για υφιστάμενον που απευθύνεται σε προϊστάμενο) υποβάλλω αναφορά, εκθέτω με σεβασμό αρχ. Ι. (μτβ.) 1. φέρνω επάνω, φέρνω 2. φέρνω στο εσωτερικό της χώρας 3. σηκώνω,… … Dictionary of Greek
ἀμφέρῃ — ἀναφέρω bring pres subj mp 2nd sg ἀναφέρω bring pres ind mp 2nd sg ἀναφέρω bring pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναφέρεσθε — ἀναφέρω bring pres imperat mp 2nd pl ἀναφέρω bring pres ind mp 2nd pl ἀναφέρω bring imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναφέρετε — ἀναφέρω bring pres imperat act 2nd pl ἀναφέρω bring pres ind act 2nd pl ἀναφέρω bring imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναφέρῃ — ἀναφέρω bring pres subj mp 2nd sg ἀναφέρω bring pres ind mp 2nd sg ἀναφέρω bring pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνενηνεγμένα — ἀναφέρω bring perf part mp neut nom/voc/acc pl ἀνενηνεγμένᾱ , ἀναφέρω bring perf part mp fem nom/voc/acc dual ἀνενηνεγμένᾱ , ἀναφέρω bring perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναφερομένων — ἀναφέρω bring pres part mp fem gen pl ἀναφέρω bring pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναφερόμεθα — ἀναφέρω bring pres ind mp 1st pl ἀναφέρω bring imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)