Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

ἀναφυγή

См. также в других словарях:

  • αναφυγή — ἀναφυγή, η (Α) 1. διαφυγή 2. υποχώρηση …   Dictionary of Greek

  • ἀναφυγή — escape fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφυγᾶς — ἀναφυγή escape fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναφυγᾷ — ἀναφυγή escape fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναφυγῆς — ἀναφυγή escape fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναφυγήν — ἀναφυγή escape fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναφυγάς — ἀναφυγά̱ς , ἀναφυγή escape fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»