-
1 αναφυγη
-
2 αμφυγα
-
3 αναφυξις
См. также в других словарях:
αναφυγή — ἀναφυγή, η (Α) 1. διαφυγή 2. υποχώρηση … Dictionary of Greek
ἀναφυγή — escape fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφυγᾶς — ἀναφυγή escape fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναφυγᾷ — ἀναφυγή escape fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναφυγῆς — ἀναφυγή escape fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναφυγήν — ἀναφυγή escape fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναφυγάς — ἀναφυγά̱ς , ἀναφυγή escape fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)