Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἀναφροδισία

См. также в других словарях:

  • αναφροδισία — η (Α ἀναφροδισία) [αναφρόδιτος] έλλειψη γενετήσιας ορμής, η ψυχρότητα στη σεξουαλική πράξη …   Dictionary of Greek

  • αναφροδισία — η η έλλειψη γενετήσιας επιθυμίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀναφροδισίας — ἀναφροδισίᾱς , ἀναφροδισία want of power to inspire love fem acc pl ἀναφροδισίᾱς , ἀναφροδισία want of power to inspire love fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναφροδισίαν — ἀναφροδισίᾱν , ἀναφροδισία want of power to inspire love fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • anafrodisia — (Del gr. anaphrodisia < an, privativo + aphrodisia, placer sensual.) ► sustantivo femenino MEDICINA Disminución o ausencia del deseo sexual. * * * anafrodisia (del gr. «anaphrodisía») f. Med. Falta o disminución del apetito sexual. * * *… …   Enciclopedia Universal

  • άνηβος — η, ο (Α ἄνηβος, ον) [ήβη] αυτός που δεν είναι ακόμη έφηβος αρχ. αυτός που έχει αναφροδισία, ο σεξουαλικά ανίκανος …   Dictionary of Greek

  • αναφροδισιακός — ή, ό 1. αυτός που έχει σχέση με την αναφροδισία 2. ο κατευναστικός της ερωτικής ορμής (αναφροδισιακά) …   Dictionary of Greek

  • αναφρόδιτος — η, ο (Α ἀναφρόδιτος, ον) [Αφροδίτη] εκείνος που πάσχει από αναφροδισία νεοελλ. εκείνος που δεν έχει έλθει σε σαρκική επιμιξία αρχ. 1. άτυχος στον έρωτα 2. άγαρμπος, άχαρος, χωρίς θέλγητρα …   Dictionary of Greek

  • anafrodisia — (Del gr. ἀναφροδισία). f. Disminución o falta del apetito venéreo …   Diccionario de la lengua española

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»