-
1 αναφθέγξεως
-
2 ἀναφθέγξεως
См. также в других словарях:
ἀναφθέγξεως — ἀναφθέγξεω̆ς , ἀνάφθεγξις mode of utterance fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 αναφθέγξεως
2 ἀναφθέγξεως
ἀναφθέγξεως — ἀναφθέγξεω̆ς , ἀνάφθεγξις mode of utterance fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)