Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

ἀναφθείρομαι

См. также в других словарях:

  • αναφθείρομαι — ἀναφθείρομαι (Α) 1. γίνομαι άθλιος, εξαθλιώνομαι «κατά τι δεῡρ’ ἀνεφθάρης;» (Αριστοφάνης) ποια αθλιότητα σε έφερε εδώ; 2. ματαιώνω, ψευτίζω …   Dictionary of Greek

  • ἀναφθαρήσεται — ἀναφθείρομαι by what ill luck came fut ind pass 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεφθάρη — ἀναφθείρομαι by what ill luck came aor ind pass 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεφθάρης — ἀναφθείρομαι by what ill luck came aor ind pass 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»