-
1 αναφθειρομαι
идти на гибель, рисковать собойκατὰ τί δεῦρ΄ ἀνεφθάρης ; Arph. — зачем рискнул ты явиться сюда (себе на горе)?
См. также в других словарях:
αναφθείρομαι — ἀναφθείρομαι (Α) 1. γίνομαι άθλιος, εξαθλιώνομαι «κατά τι δεῡρ’ ἀνεφθάρης;» (Αριστοφάνης) ποια αθλιότητα σε έφερε εδώ; 2. ματαιώνω, ψευτίζω … Dictionary of Greek
ἀναφθαρήσεται — ἀναφθείρομαι by what ill luck came fut ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεφθάρη — ἀναφθείρομαι by what ill luck came aor ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεφθάρης — ἀναφθείρομαι by what ill luck came aor ind pass 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)