Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἀναφαίνομαι

См. также в других словарях:

  • αναφαίνομαι — αναφαίνομαι, αναφάνηκα βλ. πίν. 225 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αναφαίνομαι — (AM ἀναφαίνω, ομαι) προβάλλω, παρουσιάζομαι, έρχομαι στο φως αρχ. Ι. ενεργ. 1. κάνω κάτι να δώσει φλόγα, να λάμψει 2. γεννώ, παράγω 3. φανερώνω, καθιστώ γνωστό 4. ανακηρύσσω, αναγορεύω 5. ορίζω, ιδρύω II. (μέσ., ομαι) 1. φαίνομαι πάλι 2.… …   Dictionary of Greek

  • αναφαίνομαι — αναφάνηκα, παρουσιάζομαι, αναδείχνομαι, προοδεύω: Αυτός αναφάνηκε τώρα τελευταία· ως πριν λίγο καιρό ήταν άγνωστος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀναφαίνομαι — ἀναφαίνω cause to give light pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακούω — (Α ἀκούω) (νεοελλ. και ακούγω) 1. έχω την αίσθηση τής ακοής, αντιλαμβάνομαι με το αισθητήριο τής ακοής 2. αντιλαμβάνομαι κάτι με το αφτί, φθάνει στα αφτιά μου κάποιος ήχος 3. πληροφορούμαι, μαθαίνω κάτι άμεσα ή έμμεσα, γνωρίζω, «φθάνει κάτι στ’… …   Dictionary of Greek

  • αναβγαίνω — φανερώνομαι, αναφαίνομαι, προβάλλω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + βγαίνω] …   Dictionary of Greek

  • αναδίδω — και δίνω (Α ἀναδίδωμι) 1. εκφύω, παράγω, φέρω 2. εκβάλλω, εκπέμπω, βγάζω, σκορπίζω (οσμή, φλόγα, καπνό κ.ά.) 3. αναβλύζω, αναβρύω νεοελλ. (αμτβ.) 1. βλαστάνω, φυτρώνω 2. (για φυτά) ευδοκιμώ, προοδεύω 3. ανακτώ τις σωματικές μου δυνάμεις, αναρρώνω …   Dictionary of Greek

  • αναστρέφω — (AM ἀναστρέφω) ανατρέπω, αναποδογυρίζω 2. στρέφω, γυρίζω πίσω νεοελλ. μσν. (μέσ., ομαι) συναναστρέφομαι μσν. αναβάλλω αρχ. 1. ανασκάπτω, οργώνω 2. (μέσ. και παθ.) α) περιφέρομαι, τριγυρνώ β) συμπεριφέρομαι, διάγω γ) διαμένω, βρίσκομαι δ)… …   Dictionary of Greek

  • ανατέλλω — (Α ἀνατέλλω) (αμτβ.) 1. υψώνομαι, ανέρχομαι 2. (για ουράνια σώματα) υψώνομαι, αναφαίνομαι στο στερέωμα, προβάλλω αρχ. 1. αναδίδω, κάνω να φυτρώσει 2. γεννώ, φέρνω στο φως 3. (για ποταμούς) πηγάζω 4. αυξάνομαι, μεγαλώνω 5. φανερώνομαι, γεννιέμαι 6 …   Dictionary of Greek

  • αναφαίνω — βλ. αναφαίνομαι …   Dictionary of Greek

  • αποσημαίνω — (AM ἀποσημαίνω) νεοελλ. (για καμπάνα) παύω να σημαίνω αρχ. μσν. αναγγέλλω κάτι με σημεία ή συνθήματα αρχ. Ι. 1. κάνω σήμα 2. εμφανίζομαι, αναφαίνομαι 3. φανερώνω κάτι με συμπτώματα 4. υπαινίσσομαι II. ( ομαι) 1. σφραγίζω κάτι σαν να έχει δημευθεί …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»