-
1 ανατηκω
1) плавить, расплавлять, растоплять, pass. плавиться, таять(πλῆθος τῶν ἀνατηκομένων χιόνων Polyb.; χαλκὸς ἀνατήκεται Plut.)
2) размягчать, изнеживать, делать дряблым(τὰ σώματα ταῖς ἡδοναῖς Plut.)
-
2 ανατήκω
μετ. переплавлять -
3 συνανατηκω
См. также в других словарях:
ανατήκω — ἀνατήκω (Α) 1. λειώνω, αναλύω (μέταλλο) 2. χαλαρώνω, κάνω μαλθακό, εξασθενώ (το σώμα) … Dictionary of Greek
συνανατήκω — Α λειώνω κάτι μαζί με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀνατήκω «λειώνω, αναλύω»] … Dictionary of Greek