-
1 ανατέθεικε
-
2 ἀνατέθεικε
См. также в других словарях:
ἀνατέθεικε — ἀνατίθημι lay upon perf imperat act 2nd sg ἀνατίθημι lay upon perf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ανατέθεικε
2 ἀνατέθεικε
ἀνατέθεικε — ἀνατίθημι lay upon perf imperat act 2nd sg ἀνατίθημι lay upon perf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)