-
1 ανατρεφω
(fut. ἀναθρέψω)1) вскармливать, выращивать, воспитывать(τινά и τι Xen., Arst., Plut.)
; pass. вырастать, расти Arst., Anth.; ἥ φλόξ ἀνατραφεῖσα Plut. разгоревшееся пламя2) возбуждать, оживлять, ободрять(τὸ φρόνημα Xen.)
-
2 ἀνατρέφω
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἀνατρέφω
-
3 ανατρέφω
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ανατρέφω
-
4 ανατρέφω
(αόρ. ανάθρεψα и ανέθρεψα) μετ.1) кормить; 2) воспитывать, растить -
5 ἀνατρέφω
вскармливать, выращивать, воспитывать.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀνατρέφω
-
6 ανατρέφω
[анатрэфо] ρ кормить, воспитывать. -
7 αναθρεψω
-
8 προσανατρεφω
восстанавливать силы (подкреплять) пищей, делать упитанным(τοὺς ὄγκους τῶν κτηνῶν Diod.)
-
9 αναθρέφω
см. ανατρέφω -
10 397
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 397
См. также в других словарях:
ανατρέφω — και αναθρέφω, ανέθρεψα και ανάθρεψα βλ. πίν. 219 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ανατρέφω — και αναθρέφω θρεψα, θράφηκα και θρέφτηκα, θραμμένος και θρεμμένος 1. δίνω σε ανήλικο τα μέσα να διατραφεί, να αναπτυχθεί, τον μεγαλώνω: Ανάθρεψα και τα ανίψια μου για να τα δω καλούς ανθρώπους. 2. εκπαιδεύω, μορφώνω: Ξέρει να αναθρέψει σωστά τα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανατρέφω — (και θρέφω) (AM ἀνατρέφω) 1. συντηρώ και διατρέφω παιδιά 2. διαπαιδαγωγώ 3. επιστατώ, επιβλέπω αρχ. 1. ενεργ. διεγείρω το φρόνημα 2. (παθ., ομαι) συνέρχομαι από αρρώστια … Dictionary of Greek
ἀναθρέψουσιν — ἀνατρέφω bring up aor subj act 3rd pl (epic) ἀνατρέφω bring up fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀνατρέφω bring up fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναθρέψω — ἀνατρέφω bring up aor subj act 1st sg ἀνατρέφω bring up fut ind act 1st sg ἀνατρέφω bring up aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνατεθραμμένα — ἀνατρέφω bring up perf part mp neut nom/voc/acc pl ἀνατεθραμμένᾱ , ἀνατρέφω bring up perf part mp fem nom/voc/acc dual ἀνατεθραμμένᾱ , ἀνατρέφω bring up perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνατροφῇ — ἀνατρέφω bring up pres subj mp 2nd sg (epic) ἀνατρέφω bring up pres ind mp 2nd sg (epic) ἀνατρέφω bring up pres subj act 3rd sg (epic) ἀνατροφῆι , ἀνατροφεύς nurturer masc dat sg (epic ionic) ἀνατροφή education fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνατράφην — ἀνατρέφω bring up pres inf act (doric aeolic) ἀνατρέφω bring up aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) ἀνατρέφω bring up aor ind pass 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνατρέφετε — ἀνατρέφω bring up pres imperat act 2nd pl ἀνατρέφω bring up pres ind act 2nd pl ἀνατρέφω bring up imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνατρέφῃ — ἀνατρέφω bring up pres subj mp 2nd sg ἀνατρέφω bring up pres ind mp 2nd sg ἀνατρέφω bring up pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοπαιδεύω — ανατρέφω κακώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * (< επίρρ. κακά) + παιδεύω «ανατρέφω»] … Dictionary of Greek