Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἀνατρέφω

См. также в других словарях:

  • ανατρέφω — και αναθρέφω, ανέθρεψα και ανάθρεψα βλ. πίν. 219 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ανατρέφω — και αναθρέφω θρεψα, θράφηκα και θρέφτηκα, θραμμένος και θρεμμένος 1. δίνω σε ανήλικο τα μέσα να διατραφεί, να αναπτυχθεί, τον μεγαλώνω: Ανάθρεψα και τα ανίψια μου για να τα δω καλούς ανθρώπους. 2. εκπαιδεύω, μορφώνω: Ξέρει να αναθρέψει σωστά τα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανατρέφω — (και θρέφω) (AM ἀνατρέφω) 1. συντηρώ και διατρέφω παιδιά 2. διαπαιδαγωγώ 3. επιστατώ, επιβλέπω αρχ. 1. ενεργ. διεγείρω το φρόνημα 2. (παθ., ομαι) συνέρχομαι από αρρώστια …   Dictionary of Greek

  • ἀναθρέψουσιν — ἀνατρέφω bring up aor subj act 3rd pl (epic) ἀνατρέφω bring up fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀνατρέφω bring up fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναθρέψω — ἀνατρέφω bring up aor subj act 1st sg ἀνατρέφω bring up fut ind act 1st sg ἀνατρέφω bring up aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνατεθραμμένα — ἀνατρέφω bring up perf part mp neut nom/voc/acc pl ἀνατεθραμμένᾱ , ἀνατρέφω bring up perf part mp fem nom/voc/acc dual ἀνατεθραμμένᾱ , ἀνατρέφω bring up perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνατροφῇ — ἀνατρέφω bring up pres subj mp 2nd sg (epic) ἀνατρέφω bring up pres ind mp 2nd sg (epic) ἀνατρέφω bring up pres subj act 3rd sg (epic) ἀνατροφῆι , ἀνατροφεύς nurturer masc dat sg (epic ionic) ἀνατροφή education fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνατράφην — ἀνατρέφω bring up pres inf act (doric aeolic) ἀνατρέφω bring up aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) ἀνατρέφω bring up aor ind pass 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνατρέφετε — ἀνατρέφω bring up pres imperat act 2nd pl ἀνατρέφω bring up pres ind act 2nd pl ἀνατρέφω bring up imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνατρέφῃ — ἀνατρέφω bring up pres subj mp 2nd sg ἀνατρέφω bring up pres ind mp 2nd sg ἀνατρέφω bring up pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοπαιδεύω — ανατρέφω κακώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * (< επίρρ. κακά) + παιδεύω «ανατρέφω»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»