-
1 ανατριπλωθή
-
2 ἀνατριπλωθῇ
См. также в других словарях:
ἀνατριπλωθῇ — ἀνατριπλόω repeat a third time aor subj pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ανατριπλωθή
2 ἀνατριπλωθῇ
ἀνατριπλωθῇ — ἀνατριπλόω repeat a third time aor subj pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)