-
1 ἀνα-τλῆναι
ἀνα-τλῆναι, fut. ἀνατλήσομαι, aushalten, vertragen, φάρμακα, den Zaubertrank, Od. 10, 327; 14, 47 κήδεα, 3, 104 ὀιζύν, 16, 205 πολλὰ δ' ἀνατλάς v. l. ἀληϑείς; πολύϑρηνον αἰῶνα Aesch. Ag. 698 u. sonst; auch in Prosa.
См. также в других словарях:
ανατλήναι — ἀνατλῆναι (Α) απρμφ. του ανέτλην (απαντούν επίσης οι τύποι ανατλάς, ανατλήσομαι, ανετλάμην) εγκαρτερώ, υποφέρω, υπομένω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + τλήναι, απρμφ. αορ. β’ έτλην τού ρ. τλώ («υποφέρω»), το οποίο δεν απαντά σε ενεστ. (παρά μόνο αργότερα… … Dictionary of Greek