-
1 ανασυρτόλις
-
2 ἀνασυρτόλις
-
3 ανασύρτολις
-
4 ἀνασύρτολις
-
5 ἀνασυρτόλις
A lewd woman, Hippon.110.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνασυρτόλις
-
6 ἀνασυρτόλις
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀνασυρτόλις
См. также в других словарях:
ἀνασύρτολις — ἀνασυρτόλις lewd woman fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνασυρτόλις — ἀνασυρτόλῑς , ἀνασυρτόλις lewd woman fem acc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)