-
1 αναστάσεις
ἀνάστασιςmaking to stand: fem nom /voc pl (attic epic)ἀνάστασιςmaking to stand: fem nom /acc pl (attic)ἀναστά̱σεις, ἀνίστημιmake to stand up: aor subj act 2nd sg (epic doric)ἀναστά̱σεις, ἀνίστημιmake to stand up: fut ind act 2nd sg (doric) -
2 ἀναστάσεις
ἀνάστασιςmaking to stand: fem nom /voc pl (attic epic)ἀνάστασιςmaking to stand: fem nom /acc pl (attic)ἀναστά̱σεις, ἀνίστημιmake to stand up: aor subj act 2nd sg (epic doric)ἀναστά̱σεις, ἀνίστημιmake to stand up: fut ind act 2nd sg (doric) -
3 διεπω
(impf. διεῖπον)1) делать, совершать, вести(τὸ πλεῖον πολέμοιο Hom.)
γόοις διέπεσθαι Eur. — разливаться в жалобах2) устраивать, создавать(ἱππιοχάρμας τε κλόνους πόλεών τ΄ ἀναστάσεις Aesch.; ἀγῶνα ἐν Ὀλυμπίῃ Her.; ὅ τὸ σύμπαν διέπων θεός Arst.)
3) управлять, направлять, вести(τὰ πρήγματα Her.; τέν ἀρχέν ὡς ἐπίτροπος Plut.)
4) разгонять(σκηπανίῳ ἀνέρας Hom.)
См. также в других словарях:
ἀναστάσεις — ἀνάστασις making to stand fem nom/voc pl (attic epic) ἀνάστασις making to stand fem nom/acc pl (attic) ἀναστά̱σεις , ἀνίστημι make to stand up aor subj act 2nd sg (epic doric) ἀναστά̱σεις , ἀνίστημι make to stand up fut ind act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανοικεσία — και πανοικησίᾳ Α επίρρ. μαζί με όλη την οικογένεια, οικογενειακώς («πανοικεσίᾳ τὰς ἀναστάσεις ἐποιοῡντο», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. έχει προέλθει από τη δοτ. ενός αμάρτυρου ουσ. *πανοικεσία < παν * + οικεσία (< θ. οἰκέτ τού οἰκέτ ης με… … Dictionary of Greek