-
1 ἀναστομόω
A furnish with a mouth, open up; τάφρον clear out a trench, X.Cyr.7.5.15;τὰς Νείλου διώρυγας Plb.5.62.4
, cf. S.E.M.5.59;ταῦτα τῶν ἡδυσμάτων ἀ. τᾀσθητήρια Diph.18.6
:ἀ. μήτραν Dsc.1.19
:—[voice] Med., φάρυγος ἀναστόμου τὸ χεῖλος open your gullet wide, E. Cyc. 357:—[voice] Pass.,τραυλὴ μέν ἐστιν, ἀλλ' ἀνεστομωμένη
with mouth wide-opened, loud-talking,Call.Com.
19; also, to be opened, dilated,ἀ. οἱ πόροι Arist.HA 581b19
, GA 751a2; ἰχῶρες ἀναστομωθείσης τῆςσαρκὸς ἐξέρρεον Memn.2
.2 of one sea opening into another,κατὰ στενοπόρους αὐχένας ἀνεστομωμένος Arist.Mu. 303a22
;ὁ Ἀράβιος κόλπος ἀνεστόμωται εἰς τὸν.. Ὠκεανόν D.S.3.38
, cf. Ph.2.475, Hld.1.29.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναστομόω
-
2 ἀναστόμωσις
A outlet, opening, Plu.2.590f, Gal.11.750; inosculation, Id.UP6.17.2 patency, Cels.4.5, Gal.7.31.3 opening up or keeping open,ἕλκους Ruf.Fr.118
, cf. Procl.in Alc.p.119C. (pl.);αἱμορροίδων Dsc.1.58
; τὰ εἰς ἀ. βρώματα appetizing foods (cf. ), Ath.4.132f; ἀ. καὶ δῆξις, of manures, Thphr.CP3.17.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναστόμωσις
-
3 ἀναστομωτέον
A one must open, of piles, Gal.17(2).287.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναστομωτέον
-
4 ἀναστομωτήριος
ἀναστομ-ωτήριος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναστομωτήριος
-
5 ἀναστομωτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναστομωτικός
-
6 ἀναστομωτός
ἀναστομ-ωτός, όν, of an abscess, prob.A f.l. for ἀστόμωτος, Gal.18(2).795.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναστομωτός
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский