Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ἀναστάσῃς

  • 1 αναστάσης

    ἀνάστασις
    making to stand: fem nom /voc pl (doric aeolic)
    ἀναστά̱σης, ἀνίστημι
    make to stand up: aor part act fem gen sg (attic epic ionic)

    Morphologia Graeca > αναστάσης

  • 2 ἀναστάσης

    ἀνάστασις
    making to stand: fem nom /voc pl (doric aeolic)
    ἀναστά̱σης, ἀνίστημι
    make to stand up: aor part act fem gen sg (attic epic ionic)

    Morphologia Graeca > ἀναστάσης

  • 3 νέος

    νέος (-ος, -ον, -οι, -ων, -οιςι), -οι; -α, -ᾳ, -αν, -αις, -αισιν); - ον acc.: comp. νεωτέρων; -ον nom., acc.: superl. νεώτατον acc.)
    a young, youthful
    I of people.

    φύονται δὲ καὶ νέοις ἐν ἀνδράσιν πολιαὶ O. 4.25

    νέων οὐλίαις αἰχμαῖσιν ἀνδρῶν O. 13.23

    κεῖνος γὰρ ἐν παισὶν νέος P. 4.281

    νέαισίν τε παρθένοισι μέλημα P. 10.59

    τὸ δὲ νέαις ἀλόχοις ἔχθιστον ἀμπλάκιον P. 11.25

    ὁ δ' ἄρα γέροντα ξένον Στροφίον ἐξίκετο, νέα κεφαλά (Heyne: νέαι) κεφαλᾶι) codd.: Orestes) P. 11.35

    ἐν παισὶ νέοισι παῖς N. 3.72

    ἔνθα βουλαὶ γερόντων καὶ νέων ἀνδρῶν ἀριστεύοισιν αἰχμαί fr. 199. pro subs., young men,

    ἐν ἀοιδᾷ νέων P. 5.103

    ὀπὶ νέων ἐπιχώριον χάρμα κελαδέων N. 3.66

    Κλεάνδρῳ τις ἁλικίᾳ τε λύτρον εὔδοξον, ὦ νέοι, καμάτων ἀνεγειρέτω κῶμον I. 8.1

    ἰὴ ἰῆτε νῦν, μέτρα παιηόνων ἰῆτε, νέοι Pae. 6.122

    νέων δὲ μέριμναι σὺν πόνοις εἱλισσόμεναι δόξαν εὑρίσκοντι fr. 227. 1.
    II of things, of a young man, of young men

    νέοις ἐν ἀέθλοις τιμώμενος O. 2.43

    υἱὸν εἴπῃς ὅτι οἱ νέαν ἐστεφάνωσε κυδίμων ἀέθλων πτεροῖσι χαίταν O. 14.22

    b new [ κᾶδός τε τιμάσαις νέον (Bergk: ἑὸν codd.) O. 7.5]

    νέᾳ δ' εὐπραγίᾳ χαίρω τι P. 7.18

    τὸ δ' ἐν ποσί μοι τράχον ἴτω τεὸν χρέος, ὦ παῖ, νεώτατον καλῶν P. 8.33

    ὁ δὲ καλόν τι νέον λαχὼν P. 8.88

    νέαισί θ' ἑορταῖς ἰσχύος τ ἀνδρῶν ἁμίλλαις ἄμφαινε κυδαίνων πόλιν N. 9.11

    καὶ πτερόεντα νέον σύμπεμψον ὕμνον I. 5.63

    ἢ γαῖαν κατακλύσαισα θήσεις ἀνδρῶν νέον ἐξ ἀρχᾶς γένος; Pae. 9.20

    comp.,

    αἴνει δὲ παλαιὸν μὲν οἶνον, ἄνθεα δ' ὕμνων νεωτέρων O. 9.49

    n. s. pro adv., newly, ἐπεὶ κτίσθη νέον (sc. Ἴλιος) O. 8.37
    c comp., newer, i. e. stranger, more disturbing ἄμμιν μή τι νεώτερον ἐξ αὐτῶν ἀναστάῃ κακόν” (v. l. ἀναστάσῃς) P. 4.155

    ἐλαύνεις τε νεώτερον ἢ πάρος; Pae. 9.6

    d fragg. ]ς νεωτερο[ Πα. 13d. 5. νέαι[ Δ. 2. 5.

    Lexicon to Pindar > νέος

См. также в других словарях:

  • Αναστάσης, Ιωάννης — (τέλη 18ου αι. – αρχές 19ου αι.). ’Έμπορος και αιγυπτιολόγος. Έζησε στην Αλεξάνδρεια στα χρόνια του Μοχάμετ Άλι. Πραγματοποίησε σημαντικές εργασίες και βοήθησε πολύ στην ανάπτυξη της αιγυπτιολογίας. Οι εργασίες του και οι παρατηρήσεις του έγιναν… …   Dictionary of Greek

  • ἀναστάσης — ἀνάστασις making to stand fem nom/voc pl (doric aeolic) ἀναστά̱σης , ἀνίστημι make to stand up aor part act fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πάσχα — Μια από τις μεγαλύτερες θρησκευτικές γιορτές της χριστιανοσύνης, η οποία γίνεται σε ανάμνηση του θανάτου και της Ανάστασης του Χριστού. Αρχικά ήταν εβραϊκή γιορτή (ο όρος προέρχεται από το εβραϊκό πεσάχ = διάβαση), που συνδεόταν με τη βιβλική… …   Dictionary of Greek

  • βασιλική — Ονομασία δημόσιου ρωμαϊκού κτιρίου και ενός ορισμένου αρχιτεκτονικού τύπου της χριστιανικής εκκλησίας που κατά την επικρατέστερη άποψη προήλθε από ανάλογες ειδωλολατρικές κατασκευές. ρωμαϊκή β. Χαρακτηριστικό κτίριο των ρωμαϊκών πόλεων,… …   Dictionary of Greek

  • σκαραβαίος — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζονται κοινά πολλά κολεόπτερα έντομα, που θα έπρεπε να περιορίζεται μόνο στους εκπρόσωπους της οικογένειας των Σκαραβαιιδών. Στο παρελθόν, τα έντομα που χαρακτηρίζονταν από τα ελάσματα με τα οποία είναι προικισμένα τα… …   Dictionary of Greek

  • Άγιον Όρος ή Άθως — Πολιτεία μοναχών (2.262 κάτ.) που άνθησε ιδιαίτερα στους βυζαντινούς χρόνους. Το Ά.Ό. είναι βουνό με άφθονα δάση (2.033 μ.), στη νότια άκρη της ανατολικής χερσονήσου της Χαλκιδικής, από το οποίο ονομάστηκε έτσι και η χερσόνησος (332,5 τ. χλμ.).… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Λαϊκός πολιτισμός — ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΛΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ Λαϊκός πολιτισμός είναι το σύνολο των εκδηλώσεων του βίου του λαού –υλικού και πνευματικού– οι οποίες έχουν χαρακτήρα ομαδικό και τελούνταν κατά παράδοση από τον αγροτικό πληθυσμό και τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα των …   Dictionary of Greek

  • Liste Des Prénoms Grecs — Sommaire 1 Origine des prénoms grecs 2 Attribution des prénoms 3 Fêtes 4 Transcription et translittération …   Wikipédia en Français

  • Liste des prenoms grecs — Liste des prénoms grecs Sommaire 1 Origine des prénoms grecs 2 Attribution des prénoms 3 Fêtes 4 Transcription et translittération …   Wikipédia en Français

  • Liste des prénoms grecs — Sommaire 1 Origine des prénoms grecs 2 Attribution des prénoms 3 Fêtes 4 Transcription et translittération …   Wikipédia en Français

  • Misthi, Cappadocia — Aerial photo of Misthi / Konaklı today. Misthi also Mistí, Mysty; Misli; Misti, Greek (η) Μισθεία, (το) Μισθί; (το) Μιστί; (η) Μισθή; (η) Μυστή; (το) Μισθίον; (τα) Μίσθια, in Turkish Mišti, Misti, Muštilia, Konaklı (current name), was a Greek… …   Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»