-
1 ἀνασκέπτομαι
ἀνα-σκέπτομαι, besehen, betrachten -
2 ἀνα-σκοπέω
ἀνα-σκοπέω, nur praes., s. ἀνασκέπτομαι, 1) genau betrachten, untersuchen, Thuc. 7, 42; τὰ ὀνόματα Plat. Crat. 401 c; εἴτε οὕτως εἴτε ἄλλως ἔχει Legg. X, 888 c. Sp. auch περί τινος; med., Ael. H. A. 13, 23. – 2) zurückblicken auf etwas, τί, Xen. Vect. 5, 11.
См. также в других словарях:
ανασκέπτομαι — ἀνασκέπτομαι (Α) ανασκοπώ, επανεξετάζω … Dictionary of Greek