-
1 αναριθμητος
ἀναρίθμητος, ἀν-άριθμοςпоэт. ἀνήριθμος 21) бесчисленный, неисчислимый, несметный Pind., Her., Trag., Plat.2) бесконечный, безмерный(χρόνος Soph.; ἄπειρος καὴ ἀναρίθμητος Arst.)
ἀ. θρηνῶν Soph. — никогда не перестающий рыдать3) не идущий в счет (лат. nullo numero habendus), т.е. незнатный, простой Eur. -
2 ἀναρίθμητος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἀναρίθμητος
-
3 αναρίθμητος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > αναρίθμητος
-
4 αναρίθμητος
η, ο [ος, ον ] неисчислимый, бесчисленный -
5 ἀναρίθμητος
бесчисленный, неисчислимый.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀναρίθμητος
-
6 ἀναρίθμητος
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀναρίθμητος
-
7 αναρίθμητος
[анаритмитос] εκ. бесчиссленный, неисчислимый,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αναρίθμητος
-
8 αναρίθμητος
[анаритмитос] επ бесчиссленный, неисчислимый. -
9 αναριθμος...
ἀνάριθμος...ἀναρίθμητος, ἀν-άριθμοςпоэт. ἀνήριθμος 21) бесчисленный, неисчислимый, несметный Pind., Her., Trag., Plat.2) бесконечный, безмерный(χρόνος Soph.; ἄπειρος καὴ ἀναρίθμητος Arst.)
ἀ. θρηνῶν Soph. — никогда не перестающий рыдать3) не идущий в счет (лат. nullo numero habendus), т.е. незнатный, простой Eur. -
10 ανάριθμος
ος, ον1) непронумерованный, ненумерованный; 2) см. αναρίθμητος -
11 αρίφνητος
η, ο см. αναρίθμητος -
12 382
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 382
См. также в других словарях:
ἀναρίθμητος — not to be counted masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναρίθμητος — η, ο (Α ἀναρίθμητος, ον) [αριθμώ] αυτός που δεν μπορεί να αριθμηθεί, αμέτρητος, ανυπολόγιστος, πολύς αρχ. αυτός που δεν είναι άξιος υπολογισμού, ο ασήμαντος … Dictionary of Greek
αναρίθμητος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν μπορεί να αριθμηθεί, αμέτρητος: Aναρίθμητα πλήθη δούλων εργάστηκαν για την κατασκευή των πυραμίδων της Αιγύπτου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κἀναρίθμητος — ἀναρίθμητος , ἀναρίθμητος not to be counted masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναριθμήτως — ἀναρίθμητος not to be counted adverbial ἀναρίθμητος not to be counted masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναρίθμητον — ἀναρίθμητος not to be counted masc/fem acc sg ἀναρίθμητος not to be counted neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναριθμήτοις — ἀναρίθμητος not to be counted masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναριθμήτοισι — ἀναρίθμητος not to be counted masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναριθμήτου — ἀναρίθμητος not to be counted masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναριθμήτους — ἀναρίθμητος not to be counted masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναριθμήτων — ἀναρίθμητος not to be counted masc/fem/neut gen pl ἀναριθμέομαι reckon up pres imperat act 3rd pl (doric aeolic) ἀναριθμέομαι reckon up pres imperat act 3rd dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)