-
1 αναρχίαις
-
2 ἀναρχίαις
См. также в других словарях:
ἀναρχίαις — ἀναρχία lack of a leader fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 αναρχίαις
2 ἀναρχίαις
ἀναρχίαις — ἀναρχία lack of a leader fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)