-
1 αναρρίψη
ἀναρρίψηι, ἀνάρριψιςthrowing up: fem dat sg (epic)ἀναρρί̱ψῃ, ἀναρρίπτωthrow up: aor subj mid 2nd sgἀναρρί̱ψῃ, ἀναρρίπτωthrow up: aor subj act 3rd sgἀναρρί̱ψῃ, ἀναρρίπτωthrow up: fut ind mid 2nd sg -
2 ἀναρρίψῃ
ἀναρρίψηι, ἀνάρριψιςthrowing up: fem dat sg (epic)ἀναρρί̱ψῃ, ἀναρρίπτωthrow up: aor subj mid 2nd sgἀναρρί̱ψῃ, ἀναρρίπτωthrow up: aor subj act 3rd sgἀναρρί̱ψῃ, ἀναρρίπτωthrow up: fut ind mid 2nd sg -
3 ανάρριψη
[-ις (-εως)] η бросание вверх, подбрасывание, метание -
4 взмёт
-а α.1. ανάρριψη, πέταγμα προς τα άνω.2. το πρώτο όργωμα χερσάδας ή παρθένων εδαφών. -
5 вскидка
-и θ.ανάρριψη, ρίψη προς τα άνω. -
6 поддавание
-я ουδ.δόσιμο προς τα πάνω, ανάδοση, ανάρριψη, πέταγμα προς τα πάνω. -
7 поддача
-и θ.1. ανάρριψη, δόσιμο, πέταγμα. || ανατίναξη• πέταγμα προς τα πάνω.2. αύί,ηση, δυνάμωμα.3. δόσιμο σκόπιμα (στο παιγνίδι).4. πάσα, πασάρισμα.
См. также в других словарях:
ἀναρρίψῃ — ἀναρρίψηι , ἀνάρριψις throwing up fem dat sg (epic) ἀναρρί̱ψῃ , ἀναρρίπτω throw up aor subj mid 2nd sg ἀναρρί̱ψῃ , ἀναρρίπτω throw up aor subj act 3rd sg ἀναρρί̱ψῃ , ἀναρρίπτω throw up fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)