-
1 αναρριχησις
-
2 ἀναρρίχησις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναρρίχησις
-
3 ἀναῤῥίχησις
-
4 αναρρίχησιν
-
5 ἀναρρίχησιν
См. также в других словарях:
ἀναρρίχησιν — ἀναρρίχησις clambering fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναρρίχηση — η (Α ἀναρρίχησις) το σκαρφάλωμα νεοελλ. 1. αθλητικό αγώνισμα με σκαρφάλωμα σε δοκό ή σχοινί 2. μτφ. το να ανέλθει κανείς διαδοχικά σε αξιώματα με ανέντιμα μέσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναρριχώμαι. ΠΑΡ. νεοελλ. αναρριχητικός] … Dictionary of Greek
αναρριχητικός — ή, ό 1. ο σχετικός με την αναρρίχηση 2. αυτός που αναρριχάται. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναρρίχησις ( η). Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στο περιοδικό σύγγραμμα Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως] … Dictionary of Greek