Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀναρρίχησις

См. также в других словарях:

  • ἀναρρίχησιν — ἀναρρίχησις clambering fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναρρίχηση — η (Α ἀναρρίχησις) το σκαρφάλωμα νεοελλ. 1. αθλητικό αγώνισμα με σκαρφάλωμα σε δοκό ή σχοινί 2. μτφ. το να ανέλθει κανείς διαδοχικά σε αξιώματα με ανέντιμα μέσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναρριχώμαι. ΠΑΡ. νεοελλ. αναρριχητικός] …   Dictionary of Greek

  • αναρριχητικός — ή, ό 1. ο σχετικός με την αναρρίχηση 2. αυτός που αναρριχάται. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναρρίχησις ( η). Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στο περιοδικό σύγγραμμα Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»