-
1 αναρθεις
-
2 αναρθείς
-
3 ἀναρθείς
-
4 ἀν-αίρω
ἀν-αίρω (s. ἀναείρω), emporheben, med. ἐκ βάϑρων Eur. I. T. 1204; Ἕως λευκὸν ὄμμ' ἀναίρεται El. 102; ἀναρϑείς, in den Himmel gehoben, Ep. ad. 6 (XII, 67).
-
5 αναιρω
тж. med. поднимать(ὄμμα, τινὰ βάθρων ἄπο Eur. - v. l. αἴρω)
Διονύσιος ἀναρθείς Anth. — вознесенный (на Олимп) Дионисий -
6 ἀναίρω
A raise, lift up, Aen.Tact.23.4:—[voice] Med., Ἕως γὰρ λευκὸν ὄμμ' ἀναίρεται E.El. 102:—[voice] Pass., ἀναρθείς, of Ganymede, AP12.67.
См. также в других словарях:
ἀναρθείς — ἀναίρω raise aor part pass masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)