Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἀναπόβλητος

См. также в других словарях:

  • ἀναπόβλητος — not capable of being lost masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναπόβλητος — η, ο (Α ἀναπόβλητος, ον) [ἀποβάλλω] νεοελλ. αυτός που δεν αποβλήθηκε ή δεν μπορεί κανείς να τόν αποβάλει αρχ. αυτός που δεν μπορεί ή δεν αξίζει να απορριφθεί, να περιφρονηθεί …   Dictionary of Greek

  • ἀναποβλήτως — ἀναπόβλητος not capable of being lost adverbial ἀναπόβλητος not capable of being lost masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναπόβλητον — ἀναπόβλητος not capable of being lost masc/fem acc sg ἀναπόβλητος not capable of being lost neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναποβλήτου — ἀναπόβλητος not capable of being lost masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναποβλήτους — ἀναπόβλητος not capable of being lost masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναποβλήτων — ἀναπόβλητος not capable of being lost masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναπόβλητα — ἀναπόβλητος not capable of being lost neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναπόβλητοι — ἀναπόβλητος not capable of being lost masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»