-
1 αναποβλητος
-
2 αναπόβλητος
ος, ον1) неустранённый; неисправный, неисправленный; 2) неустранимый; непоправимый
См. также в других словарях:
ἀναπόβλητος — not capable of being lost masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναπόβλητος — η, ο (Α ἀναπόβλητος, ον) [ἀποβάλλω] νεοελλ. αυτός που δεν αποβλήθηκε ή δεν μπορεί κανείς να τόν αποβάλει αρχ. αυτός που δεν μπορεί ή δεν αξίζει να απορριφθεί, να περιφρονηθεί … Dictionary of Greek
ἀναποβλήτως — ἀναπόβλητος not capable of being lost adverbial ἀναπόβλητος not capable of being lost masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπόβλητον — ἀναπόβλητος not capable of being lost masc/fem acc sg ἀναπόβλητος not capable of being lost neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναποβλήτου — ἀναπόβλητος not capable of being lost masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναποβλήτους — ἀναπόβλητος not capable of being lost masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναποβλήτων — ἀναπόβλητος not capable of being lost masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπόβλητα — ἀναπόβλητος not capable of being lost neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπόβλητοι — ἀναπόβλητος not capable of being lost masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)