-
1 αναπωτικός
-
2 ἀναπωτικός
-
3 αναπωτικόν
-
4 ἀναπωτικόν
-
5 ἀνάπωτις
A v. ἄμπωτις:—Adj. [full] ἀναπωτικός, ή, όν, Eust.1719.44.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνάπωτις
См. также в других словарях:
αναπωτικός — ἀναπωτικός, ή, όν (Μ) αυτός που αναφέρεται στην άμπωτη … Dictionary of Greek
ἀναπωτικός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπωτικόν — ἀναπωτικός masc acc sg ἀναπωτικός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)