-
1 αναπτύσσομαι
développer -
2 αναπτύσσομαι
rozwijać czas. -
3 αναπτύσσομαι
1) odhalit2) rozvést3) rozvíjet4) rozvinout5) vyvíjet6) vyvinout -
4 αναπτύσσομαι
1) develop2) evolveΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > αναπτύσσομαι
-
5 ἐπι-κλείω
ἐπι-κλείω (s. κλείω), dazu verschließen, τοὺς πρωκτούς Ar. Pax 101; von der Thür, B. A. 111; im Ggstz von ἀναπτύσσομαι, vom Harnisch, ἐπικλείονται, anschließen, Xen. de re equ. 12, 6; auch im med., τὰς ϑύρας Luc. Tox. 20. – In ep. Form, ἐπεκλήϊσε ϑύρην, Thryphiod. 200; ὀχῆα Nonn. 2, 178.
-
6 αναπτύσσω
(αόρ. ανέπτυξα) μετ.1) развёртывать; 2) перен. развивать; наращивать;αναπτύσσω τίς ικανότητες — развивать способности;
αναπτύσσω ταχύτητα — набирать, развивать скорость, разгонять (машину и т. п.);
αναπτύσσ μεγάλη δραστηριότητα — развивать широкую деятельность;
αναπτύσσω θέμα — развивать тему;
3) излагать, высказывать; развивать (мысль и т. п.);ανέπτυξε λεπτομερώς την άποψη του он подробно изложил свою позицию; 4) воен, развёртывать;αναπτύσσω γέφυρα — наводить мост;
1) — развёртываться;αναπτύσσομαι
2) развиваться, расти;3) воен, развёртываться -
7 ἐπικλείω
A shut to, close,τοὺς πρωκτούς Ar. Pax 101
(anap.);ἐπεκλήϊσσε θύρην Tryph.200
:—[voice] Med., Luc.Tox. 50:—[voice] Pass., to be shut to, opp. ἀναπτύσσομαι, X.Eq.12.6: c. dat., to be covered by.., Gal.18(1).429.------------------------------------ἐπικλείω (B),2. relate or recount that.., c. acc. et inf., A.R. 1.18, Opp.C.3.78.3. call, name,τόν ῥ' ἄνδρες ἐ. Βοώτην Arat.92
, cf. A.R.2.1156.4. call upon, invoke,Ἀπόλλωνα Id.2.700
: c.inf.,Κυθέρειαν ἐ. ἀμύνειν Id.3.553
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικλείω
-
8 ἐπικλείω
ἐπι-κλείω, dazu verschließen; im Ggstz von ἀναπτύσσομαι, vom Harnisch, ἐπικλείονται, anschließen--------------------------------
См. также в других словарях:
αναπτύσσομαι — αναπτύσσομαι, αναπτύχθηκα, αναπτυγμένος και ανεπτυγμένος βλ. πίν. 28 Σημειώσεις: αναπτύσσομαι : η μτχ. αναπτυγμένος / ανεπτυγμένος έχει κυρίως έννοια επιθέτου αυτός που διακρίνεται για μεγάλη σωματική ή οικονομική, πολιτιστική κτλ. ανάπτυξη… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αυξάνω — και αυξαίνω και αξαίνω και αύξω (AM αὐξάνω και αὔξω, Μ και αὐξαίνω και ἀξαίνω) 1. (μτβ.) μεγαλώνω κάτι, το κάνω περισσότερο από όσο ήταν, το πολλαπλασιάζω 2. (αμτβ. με σημ. μέσ.) γίνομαι περισσότερος ή μεγαλύτερος, πληθαίνω, πολλαπλασιάζομαι αρχ … Dictionary of Greek
προκόπτω — ΝΜΑ, προκόβω και προκόφτω Ν [κόπτω / κόβω] 1. προοδεύω (α. «έβαλε μυαλό και πρόκοψε» β. «προκόψομεν οὐδέν» δεν θα προοδεύσουμε καθόλου, Αλκ.) 2. αναπτύσσομαι ηθικά και πνευματικά (α. «πρόκοψε στα γράμματα» β. «προκόπτειν ἐν τοῑς μαθήμασι»,… … Dictionary of Greek
συντρέφω — και αττ. τ. ξυντρέφω Α [τρέφω] 1. τρέφω επί πλέον 2. τρέφω συγχρόνως 3. παθ. συντρέφομαι α) ανατρέφομαι μαζί με άλλον β) εκπαιδεύομαι σε κάτι γ) (για ασθένειες ή για αισθήματα) αυξάνομαι ή αναπτύσσομαι συγχρόνως με κάτι άλλο («ἐκ νηπίου ἡμῑν… … Dictionary of Greek
άναλτος — (I) ἄναλτος, ον (Α) αυτός που δεν γεμίζει με κάτι, άπληστος, ακόρεστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + ΙΕ ρ. *al + επίθημα τος. Πρόκειται για μεμονωμένους σχηματισμούς τής ΙΕ ρίζας *al «αναπτύσσομαι, τρέφομαι», που εξαφανίστηκε στα Ελλην. (διατηρήθηκε… … Dictionary of Greek
αΐσσω — ἀΐσσω και ἄσσω (αττ. ᾄττω ή ἄττω) (Α) Ι. ενεργ. 1. (για κάθε απότομη ή βίαιη κίνηση) (και ως μέσο) κινούμαι ορμητικά, εκσφενδονίζομαι, εξακοντίζομαι, ορμώ, ρίχνομαι 2. εκπέμπω λάμψη, λάμπω, αστράφτω όπως το φως 3. (για οξύ πόνο) διαπερνώ,… … Dictionary of Greek
αγουρογίνομαι — 1. αναπτύσσομαι πρόωρα 2. λέγεται για τους καρπούς που ωριμάζουν μετά το κόψιμό τους από το δέντρο … Dictionary of Greek
ακροβολίζομαι — (Α ἀκροβολίζομαι) [ἀκρόβολος] νεοελλ. (Στρατ.) 1. αναπτύσσομαι σε αραιή τάξη ή φάλαγγα (βλ. ακροβολισμός) 2. ανταλλάσσω με τον εχθρό δοκιμαστικούς και αραιούς πυροβολισμούς προτού εμπλακώ σε κανονική μάχη, αψιμαχώ αρχ. 1. μάχομαι από μακριά,… … Dictionary of Greek
ανακαθίζω — (Α ἀνακαθίζω) Ι. (μτβ.) 1. ανασηκώνω κάποιον που είναι ξαπλωμένος, ώστε να καθήσει με τον κορμό όρθιο και τα πόδια απλωμένα 2. (για πρόσωπα και ζώα) ανατρέφω, εκτρέφω 3. ανασηκώνω τον σάκο που γεμίζω και τόν χτυπώ στο έδαφος, για να κατακαθίσει… … Dictionary of Greek
ανακαρώνω — [ανάκαρο Ι] 1. αναλαμβάνω, αποκτώ δυνάμεις, αναζωογονούμαι, συνέρχομαι 2. δείχνομαι τολμηρός σε κάποιον, κάνω τον παλικαρά 3. αυξάνομαι, αναπτύσσομαι … Dictionary of Greek
απαέξομαι — ἀπαέξομαι (Α) [αέξομαι] αναπτύσσομαι … Dictionary of Greek