-
1 αναπτοηθήναι
-
2 ἀναπτοηθῆναι
См. также в других словарях:
ἀναπτοηθῆναι — ἀναπτοέω scare exceedingly aor inf pass ἀναπτοέω scare exceedingly aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 αναπτοηθήναι
2 ἀναπτοηθῆναι
ἀναπτοηθῆναι — ἀναπτοέω scare exceedingly aor inf pass ἀναπτοέω scare exceedingly aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)