-
1 αναπρήσαντες
-
2 ἀναπρήσαντες
См. также в других словарях:
ἀναπρήσαντες — ἀναπρήθω let burst forth aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 αναπρήσαντες
2 ἀναπρήσαντες
ἀναπρήσαντες — ἀναπρήθω let burst forth aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)