-
1 αναπορεύεται
-
2 ἀναπορεύεται
См. также в других словарях:
ἀναπορεύεται — ἀναπορεύομαι proceed up stream pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 αναπορεύεται
2 ἀναπορεύεται
ἀναπορεύεται — ἀναπορεύομαι proceed up stream pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)