Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀναπληρώσῃ

  • 1 αναπληρώση

    ἀναπληρώσηι, ἀναπλήρωσις
    filling up: fem dat sg (epic)
    ἀναπληρόω
    fill up: aor subj mid 2nd sg
    ἀναπληρόω
    fill up: aor subj act 3rd sg
    ἀναπληρόω
    fill up: fut ind mid 2nd sg
    ἀ̱ναπληρώσῃ, ἀναπληρόω
    fill up: futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)
    ἀ̱ναπληρώσῃ, ἀναπληρόω
    fill up: futperf ind mid 2nd sg (doric aeolic)
    ἀναπληρόω
    fill up: aor subj mid 2nd sg
    ἀναπληρόω
    fill up: aor subj act 3rd sg
    ἀναπληρόω
    fill up: fut ind mid 2nd sg

    Morphologia Graeca > αναπληρώση

  • 2 ἀναπληρώσῃ

    ἀναπληρώσηι, ἀναπλήρωσις
    filling up: fem dat sg (epic)
    ἀναπληρόω
    fill up: aor subj mid 2nd sg
    ἀναπληρόω
    fill up: aor subj act 3rd sg
    ἀναπληρόω
    fill up: fut ind mid 2nd sg
    ἀ̱ναπληρώσῃ, ἀναπληρόω
    fill up: futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)
    ἀ̱ναπληρώσῃ, ἀναπληρόω
    fill up: futperf ind mid 2nd sg (doric aeolic)
    ἀναπληρόω
    fill up: aor subj mid 2nd sg
    ἀναπληρόω
    fill up: aor subj act 3rd sg
    ἀναπληρόω
    fill up: fut ind mid 2nd sg

    Morphologia Graeca > ἀναπληρώσῃ

  • 3 αναπλήρωση

    [-ις (-εως)] η
    1) восполнение, возмещение; пополнение;

    αναπλήρωση καυσίμου — пополнение горючим;

    2) замена, замещение

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > αναπλήρωση

  • 4 ἀναπληρώσῃ

    Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀναπληρώσῃ

  • 5 αναπλήρωση

    [анаплироси] ουσ θ дополнение, замещение.

    Эллино-русский словарь > αναπλήρωση

  • 6 αναπληρώσηι

    ἀναπλήρωσις
    filling up: fem dat sg (epic)
    ἀναπληρώσῃ, ἀναπληρόω
    fill up: aor subj mid 2nd sg
    ἀναπληρώσῃ, ἀναπληρόω
    fill up: aor subj act 3rd sg
    ἀναπληρώσῃ, ἀναπληρόω
    fill up: fut ind mid 2nd sg
    ἀ̱ναπληρώσῃ, ἀναπληρόω
    fill up: futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)
    ἀ̱ναπληρώσῃ, ἀναπληρόω
    fill up: futperf ind mid 2nd sg (doric aeolic)
    ἀναπληρώσῃ, ἀναπληρόω
    fill up: aor subj mid 2nd sg
    ἀναπληρώσῃ, ἀναπληρόω
    fill up: aor subj act 3rd sg
    ἀναπληρώσῃ, ἀναπληρόω
    fill up: fut ind mid 2nd sg

    Morphologia Graeca > αναπληρώσηι

  • 7 ἀναπληρώσηι

    ἀναπλήρωσις
    filling up: fem dat sg (epic)
    ἀναπληρώσῃ, ἀναπληρόω
    fill up: aor subj mid 2nd sg
    ἀναπληρώσῃ, ἀναπληρόω
    fill up: aor subj act 3rd sg
    ἀναπληρώσῃ, ἀναπληρόω
    fill up: fut ind mid 2nd sg
    ἀ̱ναπληρώσῃ, ἀναπληρόω
    fill up: futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)
    ἀ̱ναπληρώσῃ, ἀναπληρόω
    fill up: futperf ind mid 2nd sg (doric aeolic)
    ἀναπληρώσῃ, ἀναπληρόω
    fill up: aor subj mid 2nd sg
    ἀναπληρώσῃ, ἀναπληρόω
    fill up: aor subj act 3rd sg
    ἀναπληρώσῃ, ἀναπληρόω
    fill up: fut ind mid 2nd sg

    Morphologia Graeca > ἀναπληρώσηι

  • 8 λειτουργία

    λειτουργία, ας, ἡ (s. prec. entry; Pla.+; ins, pap, LXX, ParJer 3; ApcSed 14, 3 and 11; EpArist, Philo, Joseph., loanw. in rabb.) prim. ‘public service’, the usual designation for a service performed by an individual for the state or public cult (oft. free of charge, s. lit. under λειτουργέω 2), in our lit. almost always used w. some sort of relig. connotation. As with the use of the verb λειτουργέω NT writers suggest an aura of high status for those who render any type of service.
    service of a formal or public type, service
    of ritual and cultic services (Diod S 1, 21, 7; SIG 1109, 111; UPZ 17, 17 [163 B.C.] λ. τῷ θεῷ; 40, 19 [161 B.C.]; PTebt 302, 30 [s. Dssm. B 138=BS 141]; Ex 37:19; Num 8:22; 16:9; 18:4; 2 Ch 31:2; EpArist; Philo, Virt. 54 al.; Jos., Bell. 1, 26, Ant. 3, 107 al.; Hippol., Ref. 9, 30, 4) service as priest Lk 1:23. τὰς προσφορὰς καὶ λειτουργίας ἐπιτελεῖσθαι bring offerings and perform (other) ceremonial services 1 Cl 40:2. τὰ σκεύη τῆς λ. the vessels used in priestly service Hb 9:21 (ParJer 3:9, 11, 18). Of the high priest’s service 1 Cl 40:5. Fig., of the high-priestly office of Christ Hb 8:6.
    of other kinds of service to God 1 Cl 20:10. Of Noah 1 Cl 9:4. Of Paul (w. θυσία, q.v. 1; cp. BGU 1201, 7 [2 A.D.] πρὸς τὰς λιτουργείας καὶ θυσείας τῶν θεῶν) sacrificial service Phil 2:17.—Of officials in Christian congregations (ἡ τῆς ἐπισκοπῆς λ. Iren. 3, 3, 3 [Harv. II 10, 3]) διαδέχεσθαι τὴν λ. αὐτῶν succeed to their office 1 Cl 44:2; ἡ αὐτοῖς τετιμημένη λ. the office held in honor by them 44:6; ἀποβάλλεσθαι τῆς λ. be removed from office 44:3. On D 15:1 cp. λειτουργέω 1a.—Also of the activities of a nonofficial pers. in the church service μὴ παρεκβαίνειν τὸν ὡρισμένον τῆς λ. αὐτοῦ κανόνα not overstepping the fixed boundaries of his service 1 Cl 41:1. Of acts that show forth Christian charity and other virtues that are beyond the call of ordinary duty and are therefore more like those rendered by public-spirited citizens and thus evoke God’s special approval: αἱ λ. αὗται these services Hs 5, 3, 3; cp. 5, 3, 8 (λ. ἐκκλησίας θεοῦ ἐπὶ σωτηρίᾳ ἀνθρώπων Orig., C. Cels. 8, 75, 18).—Of angels: λ. τῆς κτίσεως ‘service to the creation’ Hippol., Ref. 9, 30, 2.
    service of a personal nature, help, assistance, service transf. sense of the primary mng. and mng. 1: of Epaphroditus’ services to Paul ἵνα ἀναπληρώσῃ τὸ ὑμῶν ὑστέρημα τῆς πρός με λειτουργίας in order that he might supply what was lacking in your service to me Phil 2:30. W. ref. to the collection ἡ διακονία τῆς λ. ταύτης 2 Cor 9:12.—ESchweizer, D. Leben d. Herrn in d. Gemeinde u. ihren Diensten, ’46, 19–23; AHillorst, Filología Neotestamentaria 1, ’88, 27–34.—DELG s.v. λαός. M-M. EDNT. TW. Spicq. Sv.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > λειτουργία

См. также в других словарях:

  • αναπλήρωση — η η αντικατάσταση: Η αναπλήρωσή του είχε γίνει σχεδόν αμέσως …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναπλήρωση — η (Α ἀναπλήρωσις) πλήρωση αυτού που ελλείπει, συμπλήρωση νεοελλ. προσωρινή ή οριστική αντικατάσταση κάποιου με άλλον αρχ. 1. μέσον για συμπλήρωση 2. ικανοποίηση, εκπλήρωση επιθυμίας 3. ανάκτηση, αποκατάσταση 4. εκπλήρωση, πραγματοποίηση,… …   Dictionary of Greek

  • ἀναπληρώσῃ — ἀναπληρώσηι , ἀναπλήρωσις filling up fem dat sg (epic) ἀναπληρόω fill up aor subj mid 2nd sg ἀναπληρόω fill up aor subj act 3rd sg ἀναπληρόω fill up fut ind mid 2nd sg ἀ̱ναπληρώσῃ , ἀναπληρόω fill up futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναπληρώσηι — ἀναπλήρωσις filling up fem dat sg (epic) ἀναπληρώσῃ , ἀναπληρόω fill up aor subj mid 2nd sg ἀναπληρώσῃ , ἀναπληρόω fill up aor subj act 3rd sg ἀναπληρώσῃ , ἀναπληρόω fill up fut ind mid 2nd sg ἀ̱ναπληρώσῃ , ἀναπληρόω fill up futperf ind mp 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναπλήρωμα — το (Α ἀναπλήρωμα) η αναπλήρωση* νεοελλ. αυτό που χρησιμεύει για αναπλήρωση άλλου πράγματος, που παρουσιάζει έλλειψη και είναι φθηνότερο από αυτό …   Dictionary of Greek

  • αντί — (I) και αντίς πρόθ. (AM ἀντί) 1. (για τόπο) απέναντι, αντίκρυ «στάθηκε αντί στο πέλαγο κι αντί στ άγριο το κύμα» (δημοτ. τραγ.) «μηδ ἀντ ἠελίου τετραμμένος ὀρθὸς ὁμιλεῑν» (Ησίοδ.) 2. σε αντάλλαγμα, σε αντικατάσταση «παρὰ δὲ Ἑρμιονέων νῆσον ἀντὶ… …   Dictionary of Greek

  • υπεραναπλήρωση — η, Ν (ιατρ. ψυχολ.) ψυχοδυναμικός μηχανισμός άμυνας που χαρακτηρίζεται από συνειδητή ή ασύνειδη υπερβολή στη διόρθωση ή αναπλήρωση μιας πραγματικής ή φανταστικής σωματικής ή ψυχικής αδυναμίας ή ενός ελαττώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ * + αναπλήρωση …   Dictionary of Greek

  • αναπληρωματικός — ή, ό (Α ἀναπληρωματικός, ή, όν) ο κατάλληλος ή ο προοριζόμενος για αναπλήρωση, δηλ. για συμπλήρωση ελλείψεων, ο συμπληρωματικός ή ο κατάλληλος για αντικατάσταση άλλου …   Dictionary of Greek

  • αναπληστικός — ἀναπληστικός, ή, όν (Α) [ἀναπίμπλημι] 1. ο κατάλληλος για αναπλήρωση, συμπληρωματικός 2. αυτός που παίρνει το σχήμα τού δοχείου που γεμίζει, υγρός, ρευστός …   Dictionary of Greek

  • ανταναπλήρωσις — ἀνταναπλήρωσις, η (Α) η εκ νέου αναπλήρωση …   Dictionary of Greek

  • αντικατάσταση — η (Α ἀντικατάστασις) το να τοποθετείται κάτι η κάποιος στη θέση κάποιου άλλου, η αναπλήρωση νεοελλ. γραμμ. φρ. «χρονική αντικατάσταση» το να βρει κανείς έναν ρηματικό τύπο σε όλους τους χρόνους τους ίδιας έγκλισης «εγκλιτική αντικατάσταση» σε… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»