Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἀναπλασμός

См. также в других словарях:

  • αναπλασμός — ἀναπλασμός, ο (AM αυτό που αναπαραστάθηκε πλαστά ή κατά μίμηση, αναπαράσταση, απομίμηση αρχ. πλάσμα, γέννημα τής φαντασίας, παραίσθηση …   Dictionary of Greek

  • ἀναπλασμός — building of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναπλασμοῖς — ἀναπλασμός building of masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναπλασμοῦ — ἀναπλασμός building of masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναπλασμούς — ἀναπλασμός building of masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναπλασμῶν — ἀναπλασμός building of masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναπλασμῷ — ἀναπλασμός building of masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναπλασμόν — ἀναπλασμός building of masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναπλάθω — (Α ἀναπλάσσω και ττω) πλάθω εκ νέου, δίνω νέα μορφή σε κάτι, μεταμορφώνω, μετασχηματίζω διαμορφώνω προς το καλύτερο, αναμορφώνω, βελτιώνω (Εκκλ.) μέσ.αναγεννιέμαι με το βάπτισμα νεοελλ. 1. αναμορφώνω κάποιον ηθικά, τού δίνω νέα ηθική κατεύθυνση 2 …   Dictionary of Greek

  • ՎԵՐԱՍՏԵՂԾՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0809 Chronological Sequence: Unknown date, 8c գ. ἁνάπλασις, αναπλασμός, ανάπλασμα reformatio, conformatio, fictio, figmentum. Վերաստեղծելն, իլն. նորոգութիւն. կազմութիւն. եւ Յօրինուած մտաց. եւ Նմանութիւն. կերպարանակցութիւն. *Նորոգումն,… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»