-
1 αναπηλεω
-
2 ἀναπηλέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναπηλέω
-
3 αναπηλήσας
-
4 ἀναπηλήσας
См. также в других словарях:
ἀναπηλήσας — ἀναπηλήσᾱς , ἀναπηλέω aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)