-
1 αναπεπταμένη
ἀναπεπταμένοςexplicitly: fem nom /voc sg (attic epic ionic)ἀναπετάννυμιspread out: perf part mp fem nom /voc sg (attic epic ionic)——————ἀναπεπταμένοςexplicitly: fem dat sg (attic epic ionic)ἀναπετάννυμιspread out: perf part mp fem dat sg (attic epic ionic) -
2 ἀναπεπταμένη
Βλ. λ. αναπεπταμένη -
3 ἀναπεπταμένῃ
Βλ. λ. αναπεπταμένη
См. также в других словарях:
ἀναπεπταμένη — ἀναπεπταμένος explicitly fem nom/voc sg (attic epic ionic) ἀναπετάννυμι spread out perf part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπεπταμένῃ — ἀναπεπταμένος explicitly fem dat sg (attic epic ionic) ἀναπετάννυμι spread out perf part mp fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακορής — κατακορής, ές (Α) 1. υπερπλήρης, κορεσμένος («κατακορὴς οἴνῳ», Φρύν.) 2. (για διάλυμα) ισχυρός («κατακορές φάρμακον», Ιπποκρ.) 3. (για χρώματα) βαθύς («χρῶμα ὅμοιον ρόδῳ κατακορεῑ», Θεόφρ.) 4. (για αρμονία) τέλειος («κατακορεστάτη συμφωνία ἡ διὰ… … Dictionary of Greek