Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀναπεπταμένῃ

См. также в других словарях:

  • ἀναπεπταμένη — ἀναπεπταμένος explicitly fem nom/voc sg (attic epic ionic) ἀναπετάννυμι spread out perf part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναπεπταμένῃ — ἀναπεπταμένος explicitly fem dat sg (attic epic ionic) ἀναπετάννυμι spread out perf part mp fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακορής — κατακορής, ές (Α) 1. υπερπλήρης, κορεσμένος («κατακορὴς οἴνῳ», Φρύν.) 2. (για διάλυμα) ισχυρός («κατακορές φάρμακον», Ιπποκρ.) 3. (για χρώματα) βαθύς («χρῶμα ὅμοιον ρόδῳ κατακορεῑ», Θεόφρ.) 4. (για αρμονία) τέλειος («κατακορεστάτη συμφωνία ἡ διὰ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»