-
1 αναπεσσω
-
2 ἀναπέσσω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναπέσσω
-
3 ἀναπέσσω
ἀνα-πέσσω, wiederkochen, aufwärmen -
4 αναπεττω
-
5 ἀνα-πέπτω
См. также в других словарях:
αναπέσσω — ἀναπέσσω και ττω (Α) [πέσσω] θερμαίνω ξανά, αναθερμαίνω … Dictionary of Greek