-
1 αναξιφορμιγξ
(ὕμνοι Pind.)
См. также в других словарях:
φιλοφόρμιγξ — ιγγος, ὁ, ἡ, Α (ποιητ. τ.) αυτός που τού αρέσει να συνοδεύει τον ήχο τής φόρμιγγας. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + φόρμιγξ, ιγγος (πρβλ. ἀναξι φόρμιγξ, χρυσο φόρμιγξ)] … Dictionary of Greek