-
1 αναξιφορμιγξ
(ὕμνοι Pind.)
-
2 ἀναξιφόρμιγξ
1 ruling the lyreἀναξιφόρμιγγες ὕμνοι O. 2.1
-
3 ἀναξιφόρμιγξ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναξιφόρμιγξ
-
4 αναξιφόρμιγγα
-
5 ἀναξιφόρμιγγα
-
6 αναξιφόρμιγγες
-
7 ἀναξιφόρμιγγες
-
8 αναξιφόρμιγγος
-
9 ἀναξιφόρμιγγος
См. также в других словарях:
αναξιφόρμιγξ — ἀναξιφόρμιγξ ( ιγγος), ο, η (Α) (για ύμνους) αυτός που κατευθύνει το παίξιμο τής φόρμιγγος, τής λύρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄναξ + φόρμιγξ] … Dictionary of Greek
ἀναξιφόρμιγγα — ἀναξιφόρμιγξ ruling the lyre masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναξιφόρμιγγες — ἀναξιφόρμιγξ ruling the lyre masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναξιφόρμιγγος — ἀναξιφόρμιγξ ruling the lyre masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άναξ — (anax). Επιστημονική ονομασία γένους οδοντογνάθων εντόμων της οικογένειας των λιβελλιδών. Τα έντομα αυτά βρίσκονται σε όλους τους τόπους όπου υπάρχουν στάσιμα γλυκά νερά. Γνωστά είναι γύρω στα δώδεκα είδη, από τα οποία τα τρία ζουν στην Ευρώπη.… … Dictionary of Greek