-
1 αναξιοπαθήσητε
-
2 ἀναξιοπαθήσητε
См. также в других словарях:
ἀναξιοπαθήσητε — ἀναξιοπαθέω to be indignant at unworthy treatment aor subj act 2nd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 αναξιοπαθήσητε
2 ἀναξιοπαθήσητε
ἀναξιοπαθήσητε — ἀναξιοπαθέω to be indignant at unworthy treatment aor subj act 2nd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)