Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀνανδρεία

См. также в других словарях:

  • ἀνανδρεία — ἀνανδρείᾱ , ἀνανδρία want of manhood fem nom/voc/acc dual ἀνανδρείᾱ , ἀνανδρία want of manhood fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνανδρείᾳ — ἀνανδρείᾱͅ , ἀνανδρία want of manhood fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνανδρείας — ἀνανδρείᾱς , ἀνανδρία want of manhood fem acc pl ἀνανδρείᾱς , ἀνανδρία want of manhood fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνανδρείαν — ἀνανδρείᾱν , ἀνανδρία want of manhood fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανανδρία — η (Α ἀνανδρία και εία) 1. έλλειψη ανδρείας, γενναιότητας, δειλία 2. έλλειψη ανδρισμού, θάρρους νεοελλ. άνανδρη, δειλή συμπεριφορά αρχ. 1. (κυρίως για ευνούχους) έλλειψη ανδρότητας, φυσική αδυναμία ως προς τα γενετήσια, ανικανότητα 2. (για… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»