-
1 ἀναναπαύστως
ἀναναπαύστως (hapax leg.) adv. without cessation ἀ. ἑξουσιν τὴν κόλασιν they will have no relief from their punishment ApcPt Bodl. 9f (Bouriant, verso 33=Dieterich, lines 107f μηδέποτε παυόμενοι τῆς τοιαύτης κολάσεως).Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > ἀναναπαύστως
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский