-
1 αναμενω
поэт. ἀναμίμνω и ἀμμένω1) ожидать, выжидать(ἐΰθρονον Ἠῶ Hom.; τὸν ἥλιον Her.; τινά Pind., Soph., Eur., Thuc.; τέν ἀπόκλισιν καὴ περιφορὰν τοῦ φωτός Plut.; οὐκ ἀ. ἀνάγκην προσγενέσθαι Thuc.)
2) терпеливо переносить, терпеть(τι Dem.)
3) медлить, тянуть, откладывать(τι Eur.; μέ ἀ. τὸ πορίζεσθαι τὰ ἐπιτήδεια Xen.)
-
2 ἀναμένω
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἀναμένω
-
3 αναμένω
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > αναμένω
-
4 αναμένω
(αόρ. ανάμεινα) μετ. ждать, ожидать; дожидаться -
5 ἀναμένω
ожидать.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀναμένω
-
6 ἀναμένω
-
7 αμμενω
-
8 αναμιμνω
-
9 ανταναμενω
ожидать со своей стороныοὐκ ἀνταναμείναντες σαφῶς εἰδέναι Thuc. — не дожидаясь, пока убедимся воочию
-
10 επαναμενω
Aesch. ἐπαμμένω (aor. ἐπανέμεινα)1) выжидать2) ожидать, ждатьἐπανάμεινόν μ΄ ὀλίγον εἰσελθὼν χρόνον Arph. — войди и подожди меня немного;
impers. ὅ τι μ΄ ἐπαμμένει παθεῖν Aesch. — то, что мне предстоит (еще) выстрадать -
11 προσαναμενω
-
12 362
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 362
См. также в других словарях:
αναμένω — αναμένω, ανέμεινα βλ. πίν. 178 Σημειώσεις: αναμένω : συνήθως χρησιμοποιούνται οι τύποι του ενεστώτα. Τυποποιημένη έκφραση της τηλεφωνικής υπηρεσίας: αναμείνατε (λόγια προστακτική αντί του αναμείνετε) στο ακουστικό σας … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ἀναμενῶ — ἀναμένω wait for fut ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναμένω — ἀνᾱμένω , ἀνάζω fut part mid masc/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀνᾱμένω , ἀνάζω fut part mid masc/neut gen sg (doric aeolic) ἀναμένω wait for pres subj act 1st sg ἀναμένω wait for pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναμένω — (Α ἀναμένω) 1. περιμένω, καρτερώ κάτι ή κάποιον 2. προσδοκώ, προσμένω, ελπίζω νεοελλ. μένω, υπολείπομαι αρχ. 1. αναβάλλω, βραδύνω 2. παραμένω 3. υπομένω, περνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + μένω. ΠΑΡ. αναμονή] … Dictionary of Greek
αναμένω — ανάμεινα, περιμένω, καρτερώ: Χρόνια ανάμενε να γυρίσει ο αρραβωνιαστικός της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀναμένετε — ἀναμένω wait for pres imperat act 2nd pl ἀναμένω wait for pres ind act 2nd pl ἀναμένω wait for imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναμένῃ — ἀναμένω wait for pres subj mp 2nd sg ἀναμένω wait for pres ind mp 2nd sg ἀναμένω wait for pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμμενεῖ — ἀναμένω wait for fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) ἀναμένω wait for fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμμένει — ἀναμένω wait for pres ind mp 2nd sg ἀναμένω wait for pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναμεινάντων — ἀναμένω wait for aor part act masc/neut gen pl ἀναμένω wait for aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναμεμενηκότα — ἀναμένω wait for perf part act neut nom/voc/acc pl ἀναμένω wait for perf part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)