-
1 αναμάρτητος
αναμάρτητος, -η, -οбезгрешный, непогрешимый:κανείς δεν είναι αναμάρτητος παρά μόνον ο Θεός — никто не без греха, только Господь Бог;
ΦΡ.ο αναμάρτητος πρώτος τόν λίθον βαλέτω (Ιωάν. 8, 7) — кто из вас без греха, первый брось на нее камень (Ин. 8, 7)Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > αναμάρτητος
-
2 αναμαρτητος
21) ничем не провинившийся, невиновный(τινι Her. и πρός τινα Dem.)
ἀ. τινος Her. — невиновный в чем-л.2) поступающий безошибочно, непогрешимый Plat., Plut.3) безукоризненный, безупречный(ἥ τῶν ὅλων τάξις Xen.; πολιτεῖαι Arst.)
-
3 αναμάρτητος
η, ο [ος, ον ]1) непогрешимый, безошибочный; 2) безгрешный;ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω — кто без греха, пусть первый бросит (в него) камень
-
4 ἀναμάρτητος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἀναμάρτητος
-
5 αναμάρτητος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > αναμάρτητος
-
6 ἀναμάρτητος
безгрешный, непогрешимый.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀναμάρτητος
-
7 ἀναμάρτητος
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀναμάρτητος
-
8 αναμάρτητος
[анамартитос] επ безгрешный, непогрешимый. -
9 Ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω
• Кто без греха, первый брось каменьИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω
-
10 361
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 361
См. также в других словарях:
ἀναμάρτητος — making no mistake masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναμάρτητος — η, ο (Α ἀναμάρτητος, ον) [ἁμαρτάνω] 1. αυτός που δεν έχει αμαρτήσει, άμεμπτος, ανεπίληπτος, αγνός 2. αυτός που δεν κάνει ποτέ λάθη, αλάθητος, αλάνθαστος 3. το ουδ. ως ουσ. το αναμάρτητο(ν) η αναμαρτησία* μσν. αυτός που έχει λυτρωθεί από την… … Dictionary of Greek
αναμάρτητος — η, ο αυτός που δεν πέφτει σε αμάρτημα, ο αλάθευτος: Αναμάρτητος είναι μόνο ο Θεός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀναμαρτητότερον — ἀναμάρτητος making no mistake adverbial comp ἀναμάρτητος making no mistake masc acc comp sg ἀναμάρτητος making no mistake neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναμαρτητότατον — ἀναμάρτητος making no mistake masc acc superl sg ἀναμάρτητος making no mistake neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναμαρτήτως — ἀναμάρτητος making no mistake adverbial ἀναμάρτητος making no mistake masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναμάρτητον — ἀναμάρτητος making no mistake masc/fem acc sg ἀναμάρτητος making no mistake neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναμαρτήτοις — ἀναμάρτητος making no mistake masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναμαρτήτου — ἀναμάρτητος making no mistake masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναμαρτήτους — ἀναμάρτητος making no mistake masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναμαρτήτων — ἀναμάρτητος making no mistake masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)