Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

ἀναμνηστικός

См. также в других словарях:

  • ἀναμνηστικός — able to recall to mind readily masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναμνηστικός — ή, ό (Α ἀναμνηστικός, ή, όν) [ἀναμιμνήσκω] νεοελλ. 1. ο σχετικός με την ανάμνηση, αυτός που προκαλεί ανάμνηση, που συντελεί στη διατήρηση τής αναμνήσεως 2. το ουδ. ως ουσ. το αναμνηστικό αντικείμενο που διατηρεί στη μνήμη τού κατόχου του το… …   Dictionary of Greek

  • αναμνηστικός — ή, ό αυτός που προορίζεται για να θυμίζει κάτι: Για τα 150 χρόνια από το θάνατο του Βύρωνα στο Μεσολόγγι, κυκλοφόρησε αναμνηστικό γραμματόσημο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀναμνηστικά — ἀναμνηστικός able to recall to mind readily neut nom/voc/acc pl ἀναμνηστικά̱ , ἀναμνηστικός able to recall to mind readily fem nom/voc/acc dual ἀναμνηστικά̱ , ἀναμνηστικός able to recall to mind readily fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναμνηστικῶν — ἀναμνηστικός able to recall to mind readily fem gen pl ἀναμνηστικός able to recall to mind readily masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναμνηστικόν — ἀναμνηστικός able to recall to mind readily masc acc sg ἀναμνηστικός able to recall to mind readily neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναμνηστικοί — ἀναμνηστικός able to recall to mind readily masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναμνηστικοῦ — ἀναμνηστικός able to recall to mind readily masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναμνηστικούς — ἀναμνηστικός able to recall to mind readily masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναμνηστικωτέρους — ἀναμνηστικός able to recall to mind readily masc acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναμνηστικῆς — ἀναμνηστικός able to recall to mind readily fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»